… γράφει η Κατερίνα Ζαχαριάδου
Ήρθε η μέρα να πω τον επικήδειο του Gips μου. Παράξενο πολύ, αλλά δεν τον νοιώθω αβάσταχτο, όπως πάντα πίστευα ότι θα ήταν..
Κάποια μέρα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν τον φωνακλά που συγκατοίκησε μαζί μου με το ζόρι σχεδόν δεκαεννέα χρόνια αλλά δεν εξημερώθηκε ποτέ. Ο Gips μου (κατά κόσμον Ηρακλής), έφυγε από το μάταιο αυτόν κόσμο που εκείνος αγάπησε τρελά, την περασμένη Δευτέρα. Έπαθε δύο απανωτά εγκεφαλικά που του στέρησαν το φως και μισοπαρέλυσαν το ένα του πόδι. Και δεν ξαναμίλησε ποτέ.
Το Τέλος
Άδειασα το κάτω μέρος της ντουλάπας και του έφτιαξα με τις κουβέρτες του μια φωλιά. Όλοι ξέρουν ότι τα ζώα θέλουν να αποτραβηχτούν σε μια γωνιά όταν έρθει η ώρα να πεθάνουν (σημ. Τσίτσου: βρείτε περισσότερα γι αυτο το θέμα στο αναλυτικό μου άρθρο). Δεν την δέχτηκε ούτε για ένα λεπτό. Αναθάρρησα. Τριγυρνούσε χωρίς σταματημό σε όλο το σπίτι παραπατώντας, κουτουλώντας στις πόρτες και στις κόχες των επίπλων. Και όταν έπεφτε πάνω στο εμπόδιο έμενε ακίνητος, μετά βίας όρθιος και το έσπρωχνε με τη μύτη του δυνατά. Το χειρότερο ήταν όταν κουτουλούσε στα καλοριφέρ. Έχωνε τη μουσούδα του μέσα στις φέτες τους με τόση επιμονή που την μάτωνε. Τον έβγαζα από το αδιέξοδο αλλά άρχιζε πάλι τα ίδια. Γιατί το έκανε αυτό;
Ρώτησα τον κτηνίατρο –Νευρολογικό, ποτέ δεν ξέρει κανείς ίσως να συνέλθει, ας περιμένουμε. Εκείνες τις ημέρες είχα μια ασφυκτική προθεσμία στη δουλειά. Με τηλε-εργασία. Κλειδωμένοι και οι δύο μέσα στο σπίτι, όλη μέρα τον ξεσκάλωνα από τις γωνίες και σκούπιζα τα αίματα από τη μύτη του. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ να δουλέψω, νόμιζα ότι το κεφάλι μου, ότι η ψυχή μου θα σπάσει…
Για δεκαεννέα χρόνια κοιμόταν στο κρεβάτι μου. Κατά προτίμηση επάνω μου. Με εξαίρεση τα καλοκαίρια που ζεσταινόταν, είχα μονίμως ένα βάρος έξι κιλών στην πλάτη μου ή –ακόμα χειρότερα-στο στέρνο μου, όταν με έπαιρνε ο ύπνος ανάσκελα. Μετακινιόμουν για να γλυτώσω αλλά ξαναρχόταν, με αποτέλεσμα να καταλήγω σε μια γωνίτσα του διπλού κρεβατιού. Έτσι ήταν πάντα. Τρομερά ξεροκέφαλος. Τρομερά πεισματάρης. Τελικά για να μην πέσω, γυρνούσα στο πλάι και χωνόταν πίσω από τα γόνατά μου, να με ακουμπάει. Αγκαλιές όμως δεν ήθελε όταν κοιμόμασταν.
Εκτός από εκείνη τη νύχτα. Αφού είχε απορρίψει τη φωλιά στη ντουλάπα, τον πήρα στην αγκαλιά μου για να τον προσέχω και εκείνος για πρώτη φορά κούρνιασε και αποκοιμήθηκε. Γύρω στις πέντε το πρωϊ έβγαλε μια φριχτή κραυγή και πριν προλάβω να αντιδράσω, πετάχτηκε, έπεσε από το κρεβάτι και έσκασε κάτω με το κεφάλι. Έμεινε εκεί τινάζοντας τα πόδια του, προσπαθώντας να ανασηκωθεί αλλά ήταν σαν να τον είχες καρφώσει στο ξύλινο πάτωμα. Toν βοήθησα κρατώντας τον όρθιο αλλά με το που τον άφησα, σωριάστηκε. Και άρχισε πάλι να σπαρταράει για να σηκωθεί. Ήταν το τρίτο εγκεφαλικό. Κάθε ελπίδα μου χάθηκε ανεπιστρεπτί. Από εκείνη τη στιγμή σχεδόν παρέλυσε, δεν ήθελε, δεν μπορούσε να φάει ούτε να πιεί. Δεν υπήρχε πια γυρισμός.
ΜΑΛΛΟΝ ΧΡΗΣΙΜΟ
10 σημάδια ότι η γάτα μου πεθαίνει

Ο κτηνίατρος μού είπε ότι, εάν ήθελα, θα του έκανε ευθανασία. –Πονάει στην κατάσταση που είναι; -Όχι. -Τι νομίζετε πως πρέπει να κάνω; -Θα σας πει εκείνος. Όμως εκείνος, εξακολουθούσε να μη θέλει τη φωλιά στη ντουλάπα. Έβγαινε έξω σερνάμενος, σταματούσε, μετά συνέχιζε να σέρνεται. Είχα συντριβεί. Δεν ήθελα να του κάνω ευθανασία. Δεν ήταν σε κώμα, δεν πόναγε και δεν ήθελα το τελευταίο συναίσθημά του να είναι ο φόβος και η οργή που ένοιωθε όταν τον πήγαινα στο κτηνιατρείο. Το μισούσε όσο τίποτε άλλο.
Σουπερ σημαντική σημείωση Τσίτσου:
Βρήκα μια κτηνίατρο με την οποια εχω μιλήσει πάνω από 5 ώρες στο τηλέφωνο, η οποία καταλαβαίνει πόσο σημαντικό είναι να παρέχεται η δυνατοτητα της ευθανασίας στο σπίτι – κυρία Ρακοπούλου, ή αλλιώς η Ελένη, με συγκινησε παρα πολύ με την ευαισθησία της και χωρίς κανενα ανταποδωτικο όφελος για μένα θα ήθελα να σας ζητήσω να ελέγξετε προσεκτικά το πρότζεκτ της εδώ)
Είχε όμως αντίληψη; Είχε συναισθήματα μετά από τρία εγκεφαλικά; Ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο λόγος που δεν ήθελα ή μήπως δεν είχα τη δύναμη να τον θανατώσω και τον άφηνα να αργοπεθαίνει; Και από την άλλη, εάν του έκανα ευθανασία, ήταν πράγματι μια πράξη συμπόνοιας για εκείνον ή μήπως θα το έκανα για μένα που δεν άντεχα άλλο να περιμένω, λεπτό με το λεπτό, τον ανυπόφορο, τον αναπόφευκτο αυτό αποχωρισμό;
Είχα θολώσει. Έψαχνα με αγωνία μέσα μου αλλά δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τους φίλους μου που τον αγαπούσαν, ο καθένας είχε άλλη γνώμη. Η μητέρα μου που σχεδόν για δύο δεκαετίες, όταν έλειπα στη δουλειά ή σε ταξίδι, τον κυνηγούσε στις γειτονιές να τον μαζέψει σπίτι -Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι, βασανίζεται, λυπήσου τον. Ο αδελφός μου που τον λάτρευε – Είναι θέμα ωρών, άστον να φύγει ήσυχος στο σπίτι του.
Η αρχή
Ο πρώτος που έβαλε στο μάτι ο Gips, τότε, πριν δεκαεννέα χρόνια ήταν ο αδελφός μου. Μένει στον δεύτερο όροφο μαζί με τη μητέρα μας, εγώ στον πρώτο. Ήταν καλοκαίρι, μεσημεράκι, όταν άκουσε έξω φωνές. Βγήκε στο μπαλκόνι και τον είδε στο πεζοδρόμιο. Λίγο πιο μεγάλος από μια παλάμη, τον κοιτούσε στα μάτια και φώναζε. Πώς γίνεται ένα τόσο δα μικρό πλάσμα να φωνάζει τόσο δυνατά! Και ακατάπαυστα!
Πίσω του στεκόταν ο Λεό, ένας ενήλικος αρσενικός, στα ίδια χρώματα με εκείνον. Ένας καλοκάγαθος, μεγαλόσωμος γάτος, πασίγνωστος στη γειτονιά. Ίσως ο μικρός να είχε χαθεί και τον είχε ακολουθήσει, για προστασία. Του κατεβάζαμε φαγητό (σημ. Τσίτσου: παιδιά, στα ανήλικα γατάκια καλό είναι να δίνουμε kitten τροφές, ξηρές και υγρές και με μια καποια ποικιλια, πχ πατεδάκια όπως τα εξαιρετικά Lucky Lou Kitten, φιλέτα όπως τα πολύ ποιοτικα kitten φιλετάκια της ελληνικής εταιρείας Egeo κλπ), έτρωγε λυσσασμένα και μετά άρχιζε πάλι τις φωνές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεφύτρωναν στον κήπο μας μωρά γατιά από το πουθενά. Τα πέταγαν εκεί οι καλοί άνθρωποι για να τα ξεφορτωθούν. Τα ταϊζαμε, εκείνα μεγάλωναν, άλλα τριγύρναγαν στη γειτονιά και άλλα έφευγαν. Ετούτος όμως ο μικρός πεισματάρης ήταν αποφασισμένος να αποκτήσει σπίτι και οικογένεια. Του το ξεκόψαμε. Ούτε ο αδελφός μου ούτε εγώ θέλαμε γάτο. Η μητέρα μας αλλεργική, εγώ έλειπα όλη μέρα στη δουλειά και είχα πολλά επαγγελματικά ταξίδια.
Εκείνος όμως κατασκήνωσε στον κήπο, μαζί του και ο Λεό αχώριστος φρουρός. Έπαιζαν, κυνηγιόντουσαν, λιάζονταν, κοιμόντουσαν στο ζεστό χώμα με τις ώρες. Όμως, ο μικρός αυτός, ο τόσο όμορφος και τόσο εκνευριστικός, με το που μας έβλεπε, πεταγόταν, έτρεχε προς το μέρος μας και άρχιζε τις φωνές. Παραφύλαγε πίσω από τα δένδρα του κήπου, πότε θα ανοίξει κάποιος την εξώπορτα της πολυκατοικίας για να τρυπώσει και να ανέβει αστραπιαία τα σκαλιά μέχρι τον δεύτερο όροφο. Ο αδελφός μου τον ξανακατέβαζε, βρίζοντάς τον, αγανακτισμένος. Ο πόλεμος μεταξύ μας κράτησε μόλις λίγους μήνες.
Μια μέρα συνειδητοποίησε ότι ένα από τα κλαδιά της κορομηλιάς έφτανε μέχρι το μπαλκόνι μου. Αυτό ήταν. Στρώθηκε στο χαλάκι και καραδοκούσε πότε θα ξεχάσω την τζαμαρία ανοιχτή. Και φώναζε. Φώναζε διαρκώς! Η πολιορκία του έληξε σύντομα. Στα πρώτα γερά κρύα του φθινοπώρου. Μια χνουδωτή μπαλίτσα κουλουριασμένη έξω από τη θαμπή τζαμαρία, φυσούσε πολύ εκείνη τη μέρα, λύγισα.

Η ζωή του Gips με τους ανθρώπους
Στην ιατρική καρτέλα καταχωρήθηκε με το όνομα Ηρακλής γιατί όταν παίζαμε, γύριζε ανάσκελα και με καταπληκτική ταχύτητα και δύναμη έριχνε μπουνιές. Και όταν αργούσα να του ανοίξω την κονσέρβα, από την ανυπομονησία του, σηκωνόταν όρθιος και έκανε το πόδι μου σακί του μποξ. Εγώ όμως τον φώναζα Gips, από το Gypsy, γιατί αν και απέκτησε το πολυπόθητο σπίτι, ήταν διαρκώς έξω στους κήπους και στις πυλωτές.
Τσακωνόταν κάθε, μα κάθε μέρα, με όποιο τετράποδο τολμούσε να πλησιάσει (εκτός από το μέντορα Λεό), ξεσηκώνοντας τη γειτονιά με τις φωνές του. Κυνηγούσε, κοιμόταν κάτω από τους θάμνους. Έβγαινα στο μπαλκόνι και κουνούσα μια αρμαθιά κλειδιά, το σήμα μας πως ήρθε πια η ώρα να μαζευτεί. Εμφανιζόταν να δώσει το παρόν αλλά αν δεν είχε τελειώσει .. τις δουλειές του, ξανάφευγε τρέχοντας. Μέχρι να κατοχυρώσει την επικράτειά του (σημ. Τσίτσου: περισσότερα για την χωροκτητικότητα της γάτας εδώ) ή αργότερα όταν κάποιος τολμούσε να εισβάλει, ήταν τόσο δυνατοί οι καβγάδες και οι φωνές μέσα στη νύχτα που κάποιοι γείτονες απειλούσαν ότι θα ..προβούν σε λύσεις..
Έτσι, όταν έκανε πως δεν άκουγε το κάλεσμα των κλειδιών, αναγκαζόμουν να κατέβω νυχτιάτικα να τον μαζέψω με το ζόρι, επιστρατεύοντας κάθε δόλιο μέσο, όπως πετώντας του κομματάκια κοτόπουλο μέχρι να πλησιάσει σιγά-σιγά και να τον βουτήξω από το σβέρκο. Με έβριζε και δήθεν με δάγκωνε. Κάθε πρωϊ δε, αν και με ξύπναγε από τα άγρια χαράματα, του άνοιγα την μπαλκονόπορτα μετά τις επτά, να έχουν σηκωθεί ψηλά τα πουλιά, για να μη μου φέρνει ως δώρα κατακρεουργημένα ή μισοζώντανα περιστέρια, λιπόθυμα σπουργίτια, σπίνους, κοτσύφια, που τα έτρεχα μετά στο Anima μήπως τα σώσουν. Ήταν ένα αγρίμι. Και παρέμεινε μέχρι τέλους. Στο δρόμο, όταν τον πλησίαζε άνθρωπος, ακόμα και οι γείτονες που τον ήξεραν και τους ήξερε (-Τι κάνει ο Ηρακλής; -Γεια σου βρε Ηρακλή) έτρεχε μακριά τους ή κρυβόταν κάτω από τ’ αυτοκίνητα.
Ο Gips και η ζωή στο σπίτι
Τα μαθήματα του Gips
Περάσαμε σχεδόν δεκαεννέα αξέχαστα χρόνια συγκατοίκησης. Έγινε κάτι περισσότερο από φιλαράκι, συντροφάκι, αγοράκι μου. Του συγχωρώ όλες τις αγωνίες που τράβηξα, όλα τα τρεξίματα κάθε λίγο και λιγάκι στους κτηνιάτρους να τον ράβουν μετά τους καβγάδες του, τα αυτιά του, τα μάτια του (δύο εγχειρήσεις), αποστήματα στο λαιμό, στα μάγουλα, στα πόδια, κολάρα, κολλύρια, αντιβιώσεις, το βαρύ τίμημα της ελευθερίας.. Τον συγχωρώ γιατί μου έμαθε πολλά. Πιο πολλά από όσα μόνο η φύση μπορεί να διδάξει στον αποκομμένο από την φύση άνθρωπο. Και με έκανε να τον αγαπήσω πολύ.. Πάρα πολύ.. Και θα μου λείψει.. Μού λείπει ήδη πολύ..
SUPER SOS
To βιβλίο του Τσίτσου “Τσίτσος, η γάτα που μιλούσε πολύ” κυκλοφόρησε και η 1η Έκδοση κοντεύει να εξαντληθεί
Ενισχύστε τον Τσίτσο και τις 150 Τσιτσόγατες παραγγέλνοντάς το από ΕΔΩ
H νεφρική ανεπάρκεια
Τα τρια τελευταία χρόνια πάλεψε με τη νεφρική ανεπάρκεια των γηρατειών. Όταν επέστρεψα εκείνο το καλοκαίρι από τις διακοπές, τον βρήκα να έχει χάσει το μισό του βάρος. Πάνω από 80% απώλεια της λειτουργίας των νεφρών. Οι γιατροί μού είπαν πως είχε δύο, το πολύ τρεις μήνες ζωής. Πέρασαν τρία χρόνια. -Αυτό που έχετε καταφέρει εσείς οι δύο ξεφεύγει της ιατρικής επιστήμης, μού είπαν πέρυσι. Η κουζίνα μου είχε μετατραπεί σε χημείο μίξης όλων των ειδών και γεύσεων φαρμακευτικών, άνοστων τροφών με νόστιμες αλλά απαγορευτικές για νεφρική ανεπάρκεια εμπορικές, προσπαθώντας να τον ξεγελάσω και να φάει.
Δεν μπορούσα πια ούτε και εγώ να φάω κρέας, ψάρι, τυρί, ζαμπόν σπίτι μου παρά μόνο όταν έλειπε στις βόλτες του. Αλλιώς πήγαινα στη μητέρα μου, έτρωγα και μετά έβαζα κολώνια για να σκεπάσω τη μυρωδιά. Όταν καμιά φορά δεν τα κατάφερνα, πατούσε τις ανυπόφορες αγριοφωνές ή με παρακαλούσε με την άλλη φωνή, την δικιά μας, και εγώ τον λυπόμουν, του έδινα λίγο κοτόπουλο. Για την ακρίβεια, του το πέταγα, γιατί τρελαινόταν να τρέξει, να το “σκοτώσει” και να το φάει. Mετά βέβαια άρχιζα από την αρχή τη χημεία για να τον πείσω να φάει τις φαρμακευτικές τροφές!
Σημ. Τσίτσου
Σε συζήτηση με κτηνίατρο με ειδικότητα στην διατροφη της γάτας επιβεβαίωσα τις υποψίες μου ότι η διατροφή με άνοστες renal τροφες που η γάτα δυσκολεύεται να φάει και υποσιτίζεται είναι μια καταστροφική επιλογή γιατί κάνει τη γάτα να λιώνει σιγά σιγα – αντίθετα μια εξαιρετική υγρή τροφή με χαμηλό φώσφορο, μπόλικη εύπεπτη πρωτεϊνη υψηλής βιολογικής αξίας όπως οι εξαιρετικές Lucky Lou Lifestage μπορεί κατά περίπτωση να βοηθήσει πολύ τη γάτα μας – λαμβάνοντας ΦΥΣΙΚΑ υπόψιν και τις υπόλοιπες παραμέτρους της υγείας της γάτας μας, μαζί με τον κτηνίατρό μας!
Ένα βράδυ, γύρισε στο σπίτι κρατώντας στο στόμα του κάτι μεγάλο. Πετάχτηκα, νόμισα πως μού έφερε πάλι κανένα περιστέρι ή ποντίκι. Όχι. Ήταν ένα καλαμάκι χοιρινό! Του το πήρα με το ζόρι από το στόμα, με έβρισε και έφυγε. Μετά από λίγο μού έφερε δεύτερο καλαμάκι,την Τρίτη φορά ένα ολόκληρο μπούτι κοτόπουλο. Τον μάλωσα φωνάζοντας και έτρεξε για την κορομηλιά. Αναγκάστηκα να κατέβω στο δρόμο, φοβόμουν και για φόλες, μάζεψα το κουτί με το φαγητό που είχαν πετάξει. Για να τον παρηγορήσω, εκείνο το βράδυ του έδωσα μπόλικο ζαμπόν. Το καταβρόχθισε γουργουρίζοντας στη διαπασών και μετά, για να με ευχαριστήσει, αφού πλύθηκε, έπλυνε και τα δικά μου δάχτυλα. Θα μείνω με την απορία, γιατί ενώ μπορούσε να φάει με την ησυχία του κρυφά, μού τα έφερε στο σπίτι..

Έτσι ζήσαμε τα τελευταία τρία χρόνια. Κάθε μήνα, αργότερα κάθε δεκαπέντε, κάθε δέκα μέρες, μόλις έβλεπα πως “έπεφτε”, ότι δεν είχε κέφι για πολλές βόλτες, δεν μίλαγε και δεν έτρωγε πολύ, πηγαίναμε στο κτηνιατρείο (μας άκουγε όλη η Συγγρού) και έμπαινε λίγες μέρες στον ορό. Άπειρα τηλέφωνα, όλες τις ώρες, μέσα στη νύχτα, γιορτές, Κυριακές, -Έπεσε η κρεατινίνη; -Δεν έχουν βγει ακόμα τ’ αποτελέσματα αλλά σίγουρα θα έχει πέσει γιατί άρχισε τις φωνές και θέλει να φύγει. Δεν έπρεπε να τον πηγαίνω πολύ συχνά, όχι μόνο γιατί αγχωνόταν πολύ αλλά και για να κάνουμε οικονομία στις φλέβες, ούτε όμως πολύ αργά, για να μην ανέβουν πολύ οι δηλητηριώδεις δείκτες της νεφρικής ανεπάρκειας. Τηλέφωνα. -Τι να κάνω; να τον φέρω ή να περιμένω μια-δυο μέρες ακόμα; Πόσα τηλέφωνα! Πώς να ευχαριστήσω τους γιατρούς του για όλα όσα έκαναν τόσα χρόνια για αυτό το .. αγιάτρευτο αληταριό!
Τον “στήνανε” καλά-καλά και με το που γυρνούσαμε σπίτι, ορμούσε έξω, με το λαιμό και τα ποδαράκια ξυρισμένα για τον ορό, με επίδεσμο, με μισό νεφρό, βούταγε στο κλαδί της κορομηλιάς και την κοπανούσε! Ναι! Μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του, υπέργηρος, έζησε χαρούμενος στους κήπους της επικράτειάς του. Ένας κτηνίατρος, όταν πριν λίγο καιρό τον ρώτησα πώς θα καταλήξει αυτή η αρρώστεια, μού είπε -Μπα θα το δείτε, εγώ πιστεύω πως ο Ηρακλάρας θα φύγει από κάτι πιο ηρωϊκό και όχι από νεφρική ανεπάρκεια.. Όπερ και εγένετο.
Λιγο πριν το τέλος
Αποφάσισα να μην τον θανατώσω. Και αυτό γιατί, κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι ο λόγος που δεν ήθελε να αποτραβηχτεί στη φωλιά, όπως κάνουν τα ετοιμοθάνατα ζώα, ο λόγος που στρίμωχνε και πλήγιαζε τη μύτη του μέσα στις φέτες των καλοριφέρ, που σερνόταν ημιπαράλυτος στο χαλί, ήταν γιατί αυτός ο πεισματάρης, προσπαθούσε να κάνει αυτό που πάντα έκανε όταν είχε ανάγκη από παρηγοριά. Να χώσει τη μουσούδα του κάτω από το πηγούνι μου και να ακουμπήσει την υγρή μύτη του στο λαιμό μου. Μεταφέρθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Έβαλα επάνω μου ένα υπόστρωμα γιατί δεν μπορούσε πια να πάει στο χώμα του και τον ξάπλωσα πάνω στο στέρνο μου.
Μόλις βρήκε τη γωνιά που έψαχνε, ηρέμησε. Δεν ξανασάλεψε. Του έδινα με σύριγγα λίγο νερό, λίγη λιωμένη τροφή. Του έδινα, αν και δεν μπορούσε να τα φάει, κομματάκια ζαμπόν και κοτόπουλο γιατί, με το που τα μύριζε γουργούριζε για λίγο ευχαριστημένος. Δεν άντεχα να τον αφήσω μόνο του ούτε ένα λεπτό. Ακινητοποιήθηκα στο κρεβάτι μαζί του, έχοντάς τον στην αγκαλιά μου. Διάβαζα κανένα βιβλίο, κανένα άρθρο, να ξεχαστώ. Τον χάιδευα διαρκώς, τον έπλενα. Και του τραγουδούσα. Άκουγε. Καταλάβαινα ότι του άρεσε γιατί τέντωνε τα αυτιά του, κάποιες φορές αχνο-γουργούριζε και πίεζε τη μυτούλα του, στεγνή, στο λαιμό μου.
Θυμήθηκα πριν αρκετά χρόνια, όταν έκανα θρύψαλα το πόδι μου σε ένα τροχαίο και έμεινα στο κρεβάτι ενάμισυ μήνα, δεν κούνησε ρούπι από το σπίτι. Μόνο έβγαινε στο μπαλκόνι, παρακολουθούσε από ψηλά τι γίνεται στον κήπο και ερχόταν πάλι κοντά μου. Όλη τη μέρα. Και τις νύχτες, δεν ανέβαινε πάνω μου να κοιμηθεί, ξάπλωνε στο πλάι μου, ίσα να με ακουμπάει. Πάντα, όταν με κάποιο τρόπο αντιλαμβανόταν πως κάτι μού συμβαίνει, έκοβε τις αλητείες και τις απαιτήσεις, καθόταν αμίλητος και με παρατηρούσε.
Μια άλλη φορά πάλι, ήμουν στην πυλωτή της πολυκατοικίας και ένας γείτονας είχε αφήσει το σκυλί του ελεύθερο στον κήπο. Το είχε κάνει επιθετικό, μού γρύλισε και πήγε να μού ορμήξει. Ο Gips που ήταν ως συνήθως εκεί, έκανε ξαφνικά σαν μανιακός. Επιτέθηκε αστραπιαία στο σκύλο και σκαρφάλωσε στην πλάτη του. Έμπηξε δόντια και νύχια στο σβέρκο του, το σκυλί πανικοβλήθηκε, ούρλιαζε. Εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης φωνάζοντας, του φώναζα και εγώ να αφήσει τον σκύλο..
ΠΙΘΑΝΩΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Οι αμπελοφιλοσοφίες μου περί ευθανασίας
Το Τέλος ξανά
Μείναμε ξαπλωμένοι εκεί, σκεπασμένοι με την αγαπημένη του κόκκινη κουβέρτα. Του πήρε δύο μέρες για να φύγει. Την περασμένη Δευτέρα, στις έξι περίπου το απόγευμα, εγώ λαγοκοιμόμουν, ξύπνησα απότομα γιατί τίναζε το πόδι του λες και κάτι να τον ενοχλούσε. Του χάιδεψα την κοιλιά, το κεφαλάκι του στο λαιμό μου. Τότε τεντώθηκε πολύ, πάρα πολύ, όπως κάνουν τα γατιά όταν ξυπνούν από πολύωρο ύπνο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεψύχησε στην αγκαλιά μου. Έφυγε τόσο απλά και αθόρυβα που δεν το κατάλαβα αμέσως. Ψαχούλευα το χτύπο της καρδιάς του αλλά ήταν μόνο η δικιά μου που χτυπούσε γρήγορα και δυνατά γιατί μου έσφιγγε το λαιμό σαν θηλιά ένας λυγμός.
Αυτά τα παράξενα πλάσματα, που είτε ζουν στους δρόμους είτε μαζί μας, που δενόμαστε μαζί τους τόσο πολύ, που ξέρουν να ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο ό,τι τους δίνουμε, που ο πολιτισμός μας τα θεωρεί κατώτερα όντα, μας μαθαίνουν πολλά, όχι μόνο με τη ζωή αλλά και με τον θάνατό τους.

ΠΙΘΑΝΩΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Οι αμπελοφιλοσοφίες μου περί αποχαιρετισμού
Χτες, την ώρα που έδυε, κολύμπησα πολύ βαθιά στη θάλασσα και άφησα το μικρό κουτάκι με τη σκόνη του να βουλιάξει. Πάνω απ’ το κεφάλι μου έκοβε αδιάκοπα βόλτες ένας γλάρος. Και έτσι όπως έβλεπα την κοιλιά του, κατάλευκη όπως του Gips, ονειρεύτηκα πως ήταν εκείνος και με αποχαιρετούσε. Ονειρεύτηκα πως πετάει, απόλυτα ελεύθερος πια, πως τριγυρνάει σε κήπους άλλους, όπως εκείνοι που του άρεσαν πιο πολύ. Ανεξερεύνητους.
Αυτό που για δεκαεννέα χρόνια έτρεμα, έχει πια συμβεί. Αυτή τη φορά ο Gips την κοπάνησε για τα καλά! Δεν θα επιστρέψει ποτέ. Βγαίνω στο μπαλκόνι και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα τον ξαναδώ να έρχεται μέσα απ’ τα φυλλώματα της αγαπημένης του κορομηλιάς, δεν θα νοιώσω ξανά την ανακούφιση, τη χαρά ότι γύρισε και σήμερα στο σπίτι μας.
Gips μου, φιλαράκι μου, συντροφάκι μου.. Θα σού τραγουδάω πάντα το “Gypsy in my soul”, αυτό που σού σιγο-τραγουδούσα τις τελευταίες μέρες που ζήσαμε μαζί, που σε είχα στην αγκαλιά μου και προσπαθούσα να σε χορτάσω. Να με παρηγορεί.. Να σε συντροφεύει στα καινούρια σου λημέρια..
Σ΄ευχαριστώ για όλα αλητάκι! Καλό σου ταξίδι.
If I am fancy free
and love to wander
it’s just the Gypsy in my soul
There’s something calling me
from way out yonder
it’s just the Gypsy in my soul
…
There is no other life
οf which I’m fonder
it’s just the Gypsy in my soul
No cares, no strings
my heart has wings
There’s something calling me
I’m free, I’m free, I’m free
it’s just the Gypsy in my soul
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΣΙΤΣΟΥ: Διαβάζοντας και περνώντας αυτή την ιστορία στο σάιτ κλαίω εδώ και ώρα από τη χαρά μου, γιατί ο Gips χωρίς να πει ούτε μισή λέξη μου απόκαλύψε όλα τα μυστικά της ζωής αφήνοντας για τελευταίο (ίσως) το πιο σημαντικό, το μυστικό του θανάτου!
Κάποτε έγραψα και εγώ ένα κάπως παρόμοιο κειμενάκι αποχαιρετώντας τον φοβερό μου γάτο Τσόνγκα.. όποιος θέλει μπορεί να το διαβάσει ΕΔΩ.
2 Απαντήσεις
Ακόμη κλαίω!!! Τόσο συγκινητική ιστορία, νιώθω πως τον ήξερα και εγώ τον Gips, πως τον είδα, τον άκουσα, σαν να ήμουνα μέσα στην διήγηση κι εγώ!! Έχω κι εγώ μια γάτα 19 χρόνων με νεφρική ανεπάρκεια, και φοβάμαι….♥️♥️🐾🐾🐾
ουφ