Τσίκο ο αδεσποτούλης

Η ζωή και ο θάνατος του Τσίκο, του τυφλού γάτου με τη μεγάλη καρδιά

.. γράφει η εράστρια της γάτας Δήμητρα Θεοδοσιάδου

Με λένε Τσίκο κ αυτή είναι η ιστορία μου! Γεννήθηκα πριν από οκτώ χρόνια περίπου. Λέω περίπου, γιατί για μας τα αδέσποτα κανείς δεν κρατάει πρακτικά. Στις πρώτες βδομάδες της ζωής μου, είχα ήδη μείνει μόνος. Δεν θυμάμαι τα αδέλφια μου, δεν θυμάμαι πόσα ήταν κ αν ήταν αγόρια ή κορίτσια. Θυμάμαι μόνο τη ζεστασιά της μάνας μου, όταν άπλωνα τα χέρια μου στην κοιλιά της κ θήλαζα το στήθος της.

Εικόνες πολλές δεν έχω, γιατί χτύπησε ερπητοϊός τα μάτια μου – σημ. Τσίτσου: ό,τι πρεπει να ξέρετε για τον ερπητοϊό της γάτας – και για μέρες δεν έβλεπα τίποτα. Τότε άκουσε η μάνα μου για μια κοπέλα στη γειτονιά που βοηθούσε άρρωστες γάτες. Δάγκωσε απαλά με το στόμα της τον σβέρκο μου κ με κουβάλησε μέχρι τον μεγάλο φοίνικα. Εκεί της είπαν ότι ζει η κοπέλα. Περιμέναμε υπομονετικά ως το απόγευμα, μέχρι που εμφανίστηκε από μακρυά με τα κοντά της μαλλιά κ την λεπτή της σιλουέτα. Με σήκωσε με τα δυο της χέρια κ μ’ έβαλε στην αγκαλιά της. Τί έχουμε εδώ; Τί έπαθαν τα ματάκια σου βρε καημενούλη; Κάτσε να πάρω τηλέφωνο την Ελένη να έρθει να σε δει.

Αργότερα έμαθα ότι η Ελένη είναι κτηνίατρος και ο κτηνίατρος είναι ο γιατρός που βοηθάει τα ζώα. Η Ελένη έφερε σταγόνες για τα μάτια μου κ μέρα με τη μέρα όλο κ καλυτέρευα! Κ ένα απόγευμα, ένα μαγικό απόγευμα του Δεκέμβρη, η Δήμητρα με πήρε στο σπίτι της! Εκεί ζούσε κ ένας ακόμα γάτος που τον έλεγαν Φώτη, περίπου δύο χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν καλός κ με δέχτηκε στο σπίτι χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά κάποια στιγμή που η Δήμητρα δεν κοιτούσε, γύρισε κ μου είπε όλο νόημα:
Ο Τσίκο ζει με το νέο του φίλο, το Φώτη

– Άκου μικρέ! Αυτό το σπίτι που βλέπεις είναι δικό μου! Αυτή η κοπέλα είναι δικιά μου. Εγώ κοιμάμαι δίπλα της, εσύ κοιμάσαι στα πόδια της. Ξηγηθήκαμε;
– Μάλιστα κύριε Φώτη, του απάντησα κ έκανα τον πρώτο μου ύπνο σε μαλακό στρώμα, με χορτάτο στομάχι, κάτω από μια ζεστή στέγη.

Είχα κάθε μέρα φρέσκο νερό κ τροφή απ’ την ακριβή – σημ. Τσίτσου: οι προτεινόμενες.. ακριβές μου τροφές εδώ! Ποτέ δεν κρύωνα στο σπίτι της Δήμητρας. Κάθε μέρα ένιωθα μόνο αγάπη κ ευλογία, γι’ αυτό κ ανεχόμουν τις φάπες του Φώτη, μια στο τόσο.

Μόνος δεν έμεινα ποτέ! Ποτέ δεν πείνασα, ποτέ δεν δίψασα! Η άμμος μας ήταν πάντα καθαρή κ όλο το σπίτι έλαμπε! Μόνο το τέρας στην ντουλάπα φοβόμασταν κ γω και ο Φώτης, κ κάθε φορά που το έβγαζε η Δήμητρα, τρέχαμε να κρυφτούμε στο δωμάτιο. Να δεις πώς το έλεγε… Ηλεκτρική σκούπα! Έτσι ήταν το όνομά του!

Δεν μπαινόβγαινε πολύς κόσμος στο μικρό μας σπιτάκι. Η Δήμητρα είχε πολλές παρέες, αλλά ήταν μοναχικός άνθρωπος. Συχνά πυκνά βοηθούσε αδέσποτες γάτες που την είχαν ανάγκη κ γω ένιωθα περήφανος για τον ανθρωπάκο μου! Κούρνιαζα στη ζεστή αγκαλιά της κ άπλωνα τα χέρια μου να χαϊδέψω το πρόσωπό της, ειδικά τις φορές που την έβλεπα να κλαίει.

Τσίκο+Φώτης
Τα Χριστούγεννα κ την Πρωτοχρονιά τα πέρναγε μαζί μας, οι τρεις μας! Ήταν η αγαπημένη της εποχή κ στολίζαμε όλοι μαζί το δέντρο από νωρίς. Εμείς κατεβάζαμε τις μπάλες κ τις φέρναμε βόλτες στο σαλόνι κ κείνη γελούσε! Κι όταν έριχναν πυροτεχνήματα οι ανόητοι άνθρωποι, εκείνη μας μίλαγε κ μας καθησύχαζε κ άνοιγε την ντουλάπα για να κρυφτούμε στα ρούχα της, που τόσο όμορφα μύριζαν. Τα καλοκαίρια, μας πήγαινε με τ’ αμάξι σ’ ένα σπίτι με κήπο, που το έλεγαν εξοχικό. Εκεί αλωνίζαμε όλη μέρα στην αυλή, κυλιόμασταν στην άμμο κ κυνηγούσαμε έντομα.

Όταν έρθει εκείνη η στερνή ώρα, εδώ θέλω να με θάψετε, έλεγα στον Φώτη ξαπλωμένος στην πρασινάδα! Εδώ, κάτω απ’ τα δέντρα, στην αγκαλιά της μάνας γης!
Κι ο Φώτης με μάλωνε! Μην το ξαναπείς αυτό ούτε γι’ αστείο! Εσύ κ γω θα ζήσουμε αιώνια. Ή τουλάχιστον θα ζήσουμε όσο χρειαστεί για να μην ορφανέψει ο ανθρωπάκος μας! Δεν θυμάσαι τότε που βούλωσε το πουλί σου κ σ’ έτρεχε στις κλινικές κ είχε αρρωστήσει απ’ τη στεναχώρια της – σημ. Τσίτσου: όσο ζω θα το λέω, δώστε μπόλικη ποιοτική υγρή τροφή σαν αυτή στη γάτα σας, είναι πολύ πιθανό να τη βοηθήσει να γλιτώσει από επικίνδυνες ουρολιθιάσεις -! Έχασε τρία κιλά μέσα σε πέντε μέρες τότε! Θα ζήσουμε αιώνια εσύ κ γω! Δεν το διαπραγματεύομαι! Τελεία κ παύλα!

Εγώ όμως παιδιά το ήξερα ότι δεν θα ζούσα αιώνια. Είχα αρχίσει ήδη να νιώθω μια δυσφορία στο στήθος κ μέρα με τη μέρα χειροτέρευα. Μα δεν μπορούσα να της το δείξω. Κ όλες οι προληπτικές εξετάσεις είχαν βγει καθαρές. Ποιος να σκεφτεί να ελέγξει την καρδιά μου; Είμαι μόλις οχτώ! Μ’ έβαλε στο κλουβί εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιούνη κ με πήγε στην κλινική. Μου τρύπησαν τον θώρακα για να τραβήξουν το υγρό απ’ τα πνευμόνια μου. Εκείνη έκλαιγε σιωπηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Έψαχνε λίγο κουράγιο, μα πού να το βρει;
ο Τσίκο νιώθει ότι είναι άρρωστος
Κ ύστερα ακολούθησαν εξετάσεις. Πάνε έλα στους καρδιολόγους. Μέχρι κ με κάτι μανταλάκια τους άφησα να με τσιμπήσουν, αφού πρώτα μ’ έλουσαν με οινόπνευμα, κ γω δεν έβγαλα κιχ για να της κάνω τη χάρη. Αλλά ήθελα κ να ζήσω ρε γαμώτο! Είναι γλυκιά η ζωή στο πλάι της! Ξεκίνησα να τρώω μια άνοστη τροφή. Ξεπαραδιάστηκε η Δήμητρα, μα ούτε που την ένοιαζε. Κ έπαιρνα πρωί βράδυ φάρμακα. Ήμουν καλός κ υπομονετικός. Δεν ήθελα να την στεναχωρώ.
Εκείνη σταμάτησε να βγαίνει απ’ το σπίτι. Γυρνούσε απ’ τη δουλειά κ καθόταν μαζί μας. Την άκουγα να ακυρώνει απ’ το τηλέφωνο. Όχι, θα κάτσω σπίτι με τους γάτους. Ήμουν όλη μέρα στο μαγαζί, δεν τους έχω δει καθόλου. Έκανα κ γω υπομονή κ πίεζα την καρδιά μου να συνεχίσει να χτυπάει. Μα πόσο να χτυπήσει μια καρδιά που έχει δύο μήνες ζωής κ γω ήδη έχω φτάσει τους έξι; Σήμερα κλείσαμε ένα μήνα που με τρέχει στους γιατρούς. Πηγαινοέρχονται ο Γιώργος και η Ελένη στο σπίτι κ τσιμπούν τον θώρακά μου για να τραβήξουν το υγρό απ’ τα πνευμόνια μου. Δεν ανταποκρίνομαι πια στην θεραπεία.
Η υγεία του Τσίκο χειροτερεύει
Μέχρι κ στον καρδιολόγο με πήγε ξανά, κ γω δεν έβγαλα μιλιά για να μην την στεναχωρήσω. Την βλέπω κάθε βράδυ που ξενυχτάει μαζί μου στο πάτωμα κ κλαίει, και ραγίζει η ήδη άρρωστη γατίσια καρδιά μου. Μα πού τα βρίσκουν τόσα δάκρυα οι άνθρωποι; Ένα μήνα τώρα με ταΐζει με σύριγγα κ γω καταπίνω, να μην της χαλάσω χατίρι. Αλλά αυτή δεν βάζει μπουκιά στο στόμα της. Κι ούτε κοιμάται. Μόνο καφέδες πίνει κ τρώει κανένα τοστ, ίσα για να κρατιέται όρθια. Με πηγαινοφέρνει στην άμμο κ με βάζει να κατουράω. Κ μου διαβάζει παραμύθια του Χρήστου Μπουλώτη με γάτους.
Προχθές, καθώς διάβαζε τον γάτο της οδού Σμολένσκι, την πήραν τα κλάματα κ δεν σταμάτησε για ώρες. Έχουν πρηστεί τα ματάκια της απ’ το κλάμα, κ γω δεν έχω δύναμη να σηκωθώ κ να της τα σκουπίσω. Κατηγορώ την άρρωστη καρδιά μου για τον πόνο που της προκαλώ, κ προσπαθώ να μείνω ζωντανός για χάρη της. Με κρατάει στην αγκαλιά της κ μου λέει πόσο τυχερή νιώθει που με συνάντησε. Πόσο ευλογημένη νιώθει που έζησε οχτώ χρόνια μ’ έναν γάτο σαν κ μένα.
Λέει ότι θα είμαι για πάντα ο μικρός της Τσίκο κ μ’ ευχαριστεί, γιατί κάθε μέρα που πέρναγε μαζί μου, ήταν μια όμορφη μέρα! Κ μου λέει επίσης ότι αν κουράστηκα μπορώ να φύγω, να μην τυραννιέμαι άλλο για χάρη της, ότι είμαι γενναίος κ πρέπει να νιώθω περήφανος που άλλαξα τα προγνωστικά κ έζησα παραπάνω απ’ όσο λέγαν οι γιατροί!
Ο Τσίκο πεθαίνει...

Και γω κάθομαι κάτω απ’ το στολισμένο δέντρο κ κοιτώ τα λαμπάκια. Τις νύχτες που την ακούω να κλαίει ψιθυρίζοντάς μου όλα αυτά τα παραπάνω που σας περιέγραψα, λέω στον εαυτό μου ότι είναι απλώς ένα κακό όνειρο κ σύντομα θα ξυπνήσουμε.
Μα κ αν δεν είναι όνειρο, θέλω να ξέρει ότι φεύγω γεμάτος αγάπη. Και νιώθω κ γω ευλογημένος που την γνώρισα. Κ μια μέρα θ’ ανταμώσουμε κ πάλι, στην αιωνιότητα.

ΥΓ: H Δήμητρα υιοθετησε τον Τσίκο στις 12.12.2015. Ο Τσίκο αποφάσισε να φύγει την ίδια μέρα, 8 χρόνια αργότερα, στις 12.12.2023! Αν θέλετε διαβάστε και τις αμπελοφιλοσοφίες μου για τη στιγμη του αποχωρισμού στον παρακάτω σύνδεσμο:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *