Το ασχημόγατο

.. ο Στρατής Θεοφίλου αποδίδει ελεύθερο το ποίημα του Ιγκόρ Μαζούνιν, Ασχημόγατο!

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσα σ’ ένα σπίτι παλιό .
Από τότε, κίνησαν τα χρόνια, πέταξαν μακριά.
Κάπου εκεί στα παλιά ήταν αυτό γνωστό
της γειτονιάς μας το ασχημότερο απ όλα τα γατιά .

Παντού κι απ όλους τ’ ασχημόγατο περιφανή,
Ήταν μονόφθαλμο και με κομμένο τ’ αυτί.
Και ήξερε πόσο δύσκολη είναι η ζωή
Να είσαι μονάχος, χωρίς αγάπη και στοργή.

Κομμένη την ουρά και πόδι από παλιά σπασμένο,
με περίεργο τρόπο συγκολλημένο στραβά.
Και πολλές ουλές, μα ήταν φημισμένος
κάποτε κεραμιδόγατος μες στην ομορφιά .

Ανεπιθύμητος κι απεχθείς όσο κανέναν,
πέτρες και μπουκάλια του πετούσαν
στο διάβα του, και νερά παγωμένα,
να τον διώχνουν από παντού προσπαθούσαν.

Σε φράχτες οι πατούσες του γδαρμένες
προσπαθώντας να τρυπώσει, να κρυφτεί.
Επιζούσε από μάχες με πληγές ματωμένες
πόσες φορές απ’ αυτές είχε αναστηθεί.

Αλλά όλοι τους έκπληκτοι, πόσο γενναίο
ήταν αυτό το άσχημο και δύσμορφο γατί.
Και όσες φορές κι αν το έδιωχναν εκ νέου
βρεγμένο αλλά ανυποχώρητο να στέκεται εκεί.

Και ακόμη όταν τον πετροβολούσαν
τριβόταν στα πόδια ζητιανεύοντας χάδια,
μόλις αντίκριζε παιδιά ξωπίσω κοιτούσε
Για λίγο φαΐ, λίγη θαλπωρή, αλλά μάταια …

Να καταλάβει τον κόσμο δεν μπορούσε
γιατί δεν έβρισκε ανθρώπινη καταφυγή,
και αν απ έξω βρώμικος ασχημονούσε
μέσα του αγαπούσε με καθαρή ψυχή.

Κάποια στιγμή του όρμησαν κάτι σκύλοι
πού ζούσαν στην απέναντι αυλή.
Στο σαματά από φωνές, μπροστά στη πύλη.
Έτρεξα, αλλά το γατί πια κείτονταν στη γη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πόσα χρόνια ζουν οι γάτες

Δαγκωμένο φρικτά στο σώμα του όλο
με κοιτούσε στα μάτια αργοπεθαίνοντας,
προσπαθώντας να ξεφύγει από τον φόβο
κουλουριασμένος απ’ τον πόνο, βαριανασαίνοντας .

Ήξερε, της λυπητερής ζωής του έπεται το τέλος,
δακρύων συρφετός του ξεχύθηκε στη μύτη
τον σήκωσα, δύσπνοος, λαχανιασμένος.
Αναριγώντας ξαφνικά ένιωσα μια λύπη.

Τον ένιωθα, πόσο τον έπνιγε ο πόνος.
Και εκεί που ανάσαινε με δυσκολία
Ξάφνου θέλησε έτσι δειλά με ρόγχος
Να με γλείψει, με τρεμάμενη αγωνία.

Από τα δάκρυά μου η ανάσα μου βαριά,
επέμενε εκείνος με παλάμη να μ’ αγγίζει,
γύρισε σ’ εμένα η καλοσυνάτη του ματιά –
Μισοπεθαμένος όπως ήτανε, άρχισε να γουργουρίζει …

Εκεί μέσα στη πονεμένη του ψυχή
λαχταρούσε κι αυτός αγάπη, στοργή
και μια στάλα συμπόνοιας, σε αυτή τη ζωή,
η καλή του την καρδιά πληγωμένη πολύ.

Ξάφνου μέσα μου συνειδητοποιούσα
πως το ομορφότερο βλέμμα, τόσο καθαρό,
είναι αυτό που τώρα με κοιτούσε
ένα γατί του δρόμου, γεμάτο τόσο καλό.

Για πρώτη του φορά, ένιωθε φροντίδα .
Βρήκε κάποιον που θα τον αγαπούσε.
και ευτυχής για αυτήν την ηλιαχτίδα
επιτέλους πόνο δεν του προκαλούσε…

Λίγο πριν φτάσουμε σπίτι είχε αποβιώσει.
Κάθισα μαζί του αγκαλιά μέσ’ στο δρόμο.
Τον κρατούσα ώρες, μέχρι να νυχτώσει.
Η ψυχή του πια ήσυχη, δεν τον άφησα μόνο.

Κατάλαβα τον φίλο μου, ανώτερος απ’ όλους.
Μου έμαθε σε μία στιγμή με αυτή την ιστορία
με τα πάθη του με δίδαξε περισσότερα απ’ όλα,
από χιλιάδες διαλέξεις, μαθήματα, βιβλία.

Στην ψυχή μου με έγδαρε, όχι στο σώμα,
στη ζωή μου κι αν βάσανα να έχω περίσσια
θα έχω από δω και πέρα ένα σκοπό μόνο,
να αγαπώ πάρα πολύ, έτσι στα ίσια γατίσια.

Σαν το ασχημόγατο αυτό που θα κρατώ
Στην ψυχή μου για πάντα.

Δείτε και ένα σχετίκο βίντεο με αυτό το μυστήριο των ασχημόγατων:

2 Απαντήσεις

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *