Αυτό που τον χάλασε περισσότερο ήταν ο λερωμένος του πισινός. Πάντα είχε να περηφανεύεται για τον αστραφτερό του πάτο, και κοίτα να δεις τώρα πώς τα ‘φερε η ζωή, ή μάλλον ο θάνατος, και έπρεπε να υπομείνει τις τελευταίες του ώρες στον μάταιο τούτο κόσμο πασαλειμμένος παντού με ακαθαρσίες. Τόσα χρόνια λάμψης και αξιοπρέπειας χαμένα μέσα σε μια στιγμή.
Όταν όμως την άκουσε να λέει πως δεν ήξερε τι να κάνει το επόμενο πρωί που είχαν το ραντεβού με την γιατρό, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε πια να κόψει το θέατρο και άφησε την αρρώστια να τον κατακλύσει. “Ελευθερία ΚΑΙ θάνατος!” φώναξε χωμένος κάτω από το κρεβάτι, και βάλθηκε να ξεψυχήσει.
Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο είχε ελπίσει. Λίγο ύστερα από τον εξευτελισμό της ακράτειας, ένιωσε να χάνει τον έλεγχο του κορμιού του και χτυπήθηκε σαν χταπόδι πάνω στο παρκέ, κοιτώντας με μια κάποια απορία την κλαψιάρα, που κι εκείνη φαινόταν να τα έχει χαμένα. Έριξε δυο-τρία γαμωσταυρίδια από τον πόνο και ηρέμησε, αλλά η ανάσα του είχε γίνει ρηχή και η καρδιά του έτρεχε.
ΔΥΣΚΟΛΟ ΑΛΛΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ: Γιατί μια γάτα φεύγει όταν είναι να πεθάνει;
Ένας τελευταίος σπασμός τον έκανε να αρπάξει το μαξιλάρι της τρελής, που είχε σωριαστεί στο πάτωμα δίπλα του και χτυπιόταν κι εκείνη – “βρε μπας και πεθαίνει κι αυτή;” αναρωτήθηκε για μια στιγμή, μα αμέσως θυμήθηκε ότι τα δίποδα όντα έχουν την τάση να γίνονται ντράμα κουίνς για ψύλλου πήδημα. Την κοίταξε με νόημα και της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά μπας και την καλμάρει, αλλά εις μάτην.
SUPER SOS
To βιβλίο του Τσίτσου “Τσίτσος, η γάτα που μιλούσε πολύ” κυκλοφόρησε και η 1η Έκδοση κοντεύει να εξαντληθεί
Ενισχύστε τον Τσίτσο και τις 120 Τσιτσόγατες παραγγέλνοντάς το από ΕΔΩ
Κι ύστερα πέρασαν ώρες ατελείωτες μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, λίγα εκατοστά το πρόσωπό του απ’ το δικό της, ώσπου σιγά σιγά έπαψε να την βλέπει. Όταν μια-δυο φορές του χάιδεψε το κεφάλι εκεί πάνω στο μεγάλο Μι του μετώπου του και προς τα κάτω στην βάση της μύτης του, το σώμα του ανταποκρίθηκε όπως κάποτε και τα βλέφαρά του έγειραν ελαφρά, ενώ ένα απειροελάχιστο γουργουρητό βγήκε από το μισοπεθαμένο του κορμί.
Κάθε πλάσμα που σέβεται τον εαυτό του πεθαίνει μόνο του, σκέφτηκε, όμως για εκείνον ήταν πλέον αργά. Είχε χάσει και τις τελευταίες του δυνάμεις πριν προλάβει να βρει κρυψώνα, και τώρα ήταν καταδικασμένος να αφήσει την τελευταία του πνοή όχι απλώς με παρέα, αλλά με δυο μάτια τούμπανο να τον κοιτάνε με αγωνία από απόσταση αναπνοής, αυτής που αργά έσβηνε κι εκείνη όλο πλησίαζε μην τυχόν και χάσει την τελευταία.
ΜΑΛΛΟΝ ΣΧΕΤΙΚΟ: Πως να αποχαιρετήσω τη γάτα μου
Δεν της έκανε το χατίρι, φυσικά. Πάλεψε για ώρες, άδειασε σχεδόν τελείως το στήθος του από αέρα, αλλά κρατήθηκε με νύχια και με δόντια μέχρι που βεβαιώθηκε ότι την είχε πάρει ο ύπνος και μπορούσε επιτέλους να ψοφήσει με την ησυχία του, χωρίς αδιάκριτα βλέμματα και κλάματα και χάδια, και όλα τέλος πάντων εκείνα που του είχαν χαρίσει κάποτε μια όμορφη ζωή, μα που τώρα πια του φαινόντουσαν αβάσταχτα.
Όταν ξημέρωσε ήταν πλέον νεκρός – με μόνη του παρηγοριά ότι κατάφερε να ξαναβρεί την χαμένη αξιοπρέπειά του και να πορευτεί μόνος του στον θάνατο.
Μία Απάντηση
Mε πήραν τα κλάματα πάλι. Θυμήθηκα τον δικό μου, έφυγε από καρκίνο, παραμονή πρωτοχρονιάς του 2005. Από το πρωί είχε αρχίσει να κλαίει και να έρχεται αγκαλιά μου με τα αίματα να τρέχουν από τα αυτάκια του και στην άκρη του στόματός του. τριβόταν πάνω μου γεμίζοντάς με αίματα, εγώ να κλαίω σαν τρελή, και να τον κυνηγάω σε όλο το σπίτι όταν πήγαινε να κρυφτεί. Το βράδυ τον έχασα από τα μάτια μου, κάπου χώθηκε, έφαγα το σπίτι, δεν τον βρήκα. ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Τελικά ξημερώνοντας πρωτοχρονιά, τον βλέπω ξαπλωμένο κάτω από το τραπέζι, με τα πόδια τα μπροστινά τεντωμένα, λες και προσπαθούσε να κάνει ένα ακόμα βήμα. Ολάνοιχτα τα πράσινα μάτια του, νεκρά, χωρίς ανάσα. Τον έθαψα στον κήπο του εξοχικού μου,και έχει και δυο φιλαράκια του για παρεούλα. Το μοναδικό μου αγόρι, το τέρας μου, όπως τον έλεγαν όλοι, λόγω μεγέθους και γούνας. 18 χρόνια πέρασαν, αδύνατον να το ξεπεράσω.