H ζωή και ο θάνατος της Νέλλυ

.. γράφει η Rott Rott

Κάποιες φορές καταλαβαίνεις ότι η μοίρα αποφασίζει για σένα με πολύ προσεκτικές κινήσεις το μέλλον σου. Κι εκείνη τη στιγμή που μπαίνει το τελευταίο κομμάτι συγκυρίας, αλλάζει όλη σου η ζωή απλά, σε ένα δευτερόλεπτο.

Ήταν ένα λαμπερό πρωινό στις αρχές Μαρτίου του 2005 κι έβραζε ο τόπος -Αλκυονίδες μέρες- κι ήμασταν όλοι χαρούμενοι που κυκλοφορούσαμε με κοντομάνικα μπλουζάκια και νιώθαμε λίγο από καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα. Τότε δούλευα καθημερινά σε μια γνωστή εταιρία και, καθ’ οδόν σταμάτησα να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητο μιας και είχα κι άλλες υποχρεώσεις μετά τη δουλειά και το χρειαζόμουν εκείνη τη μέρα. Η οικογένεια που είχε το πρατήριο ήταν γνωστοί και ξόδεψα λίγη ώρα πριν τη δουλειά σε χαλαρές στιγμές και ανταλλαγές νέων, κοινώς κουτσομπολιό. Επειδή είχε αρχίσει η ώρα αιχμής και στο βενζινάδικο ερχόταν όλο και περισσότερος κόσμος, αποφάσισα να φύγω και να πάω λίγο νωρίτερα στη δουλειά.

Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα, είδα στα 50 μέτρα ένα σκουπίδι στη μέση του δρόμου, συγκεκριμένα στη μέση ενός κόμβου, απ’ όπου περνούσαν αυτοκίνητα προς κάθε κατεύθυνση. Παρατήρησα για λίγα δευτερόλεπτα αυτό το σκουπίδι, προσπαθώντας να καταλάβω τι ήταν. Κείτονταν σχετικά μακριά μου αλλά δεν ήταν ξεκάθαρο και ήταν μεγάλη αντίθεση πάνω στην καθαρή άσφαλτο. Η περιέργειά μου με οδήγησε με τα πόδια κοντά στο σκουπίδι. Τα αυτοκίνητα περνούσαν βιαστικά από πάνω του και δεν το παράσερνε ο αέρας, άρα δεν ήταν χαρτί ούτε σακουλάκι ή κάτι άλλο ελαφρύ. Όσο πλησίαζα, διαπίστωσα ότι ανέμιζε ένα χνουδάκι και το πρώτο που σκέφτηκα είναι ότι κάποιο διακοσμητικό γουνάκι τσάντας ή κάποιο γούνινο μπρελόκ έπεσε από κάποια γυναίκα και γύρισα την πλάτη μου να πάω πάλι στο αυτοκίνητο.

Κάτι όμως δεν μου καθόταν καλά, πως βρέθηκε αυτό το γουνάκι στη μέση ενός κόμβου, όταν οι διαβάσεις των πεζών είναι μακριά από αυτό; Έπρεπε να πάω στη δουλειά, πλέον ο χρόνος λιγόστευε και έπρεπε να ψάξω και για πάρκινγκ. Αυτό ήταν, μια στροφή ξανά πίσω στο σκουπίδι, η περιέργειά μου είχε νικήσει.

Αυτοκίνητα κόρναραν νευριασμένα βλέποντάς με στη μέση του κόμβου κι εγώ είχα το βλέμμα μου καρφωμένο σε αυτό που πλησίαζα. Σκέφτηκα ότι τελικά είναι πάλι ένα πτώμα που πρέπει να μαζέψω από τη μέση του δρόμου και γέμισα θλίψη. Ήταν μικροσκοπικό, μόλις λίγων ημερών και λογικά θα είχε πέσει από το στόμα της μαμάς του στην προσπάθειά της να περάσει βιαστικά τον κόμβο, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το πήρα στα χέρια μου κι ήταν ακόμα ζεστό, καυτό από την άσφαλτο και τα αυτοκίνητα, βρώμικο από τις εξατμίσεις και το ένα μάτι πρησμένο με ένα μικρό πετραδάκι μέσα. 

Που να πάω να το θάψω; Χρόνο δεν είχα, το κοντινότερο διαθέσιμο χώμα ήταν μακριά και μόλις είχε χαλάσει και το φτυαράκι που κουβαλούσα στο πορτ-μπαγκάζ για αυτή τη μακάβρια διαδικασία. Και ξαφνικά, κουνήθηκε το ένα ποδαράκι. Η τρομάρα μου ήταν τόσο μεγάλη που κόντεψε να πέσει από το χέρι μου. Ήταν ζωντανο! Ένα μικροσκοπικό γατάκι ακόμα ζωντανό –αλλά για πόσο ακόμα;

Τηλέφωνο στη δουλειά με τραχιά φωνή «δεν έρχομαι, αρρώστησα, οι Αλκιονίδες μέρες φταίνε, λυπάμαι που ειδοποιώ τελευταία στιγμή» ,τηλέφωνο στον κτηνίατρο «έρχομαι με επείγον ζώο» μια μικρή άδεια κούτα από το βενζινάδικο και γκάζια στο δρόμο. Παρκάρω βιαστικά και σηκώνω το γατάκι προσεκτικά να τρέξω στο γιατρό και, ξαφνικά μια ανάσα, τελευταία, και το σώμα αφέθηκε στα χέρια μου. Με κυρίευσε πανικός, φώναζα συνέχεια «όχι, όχι», δε γινόταν να πεθάνει ένα βήμα μακριά από τον γιατρό.. Δεν ανέπνεε. 

Ξεκίνησα να το τινάζω σαν τσίχλα που είχε κολλήσει στα δάχτυλά μου, δεν ήξερα τι να κάνω παρά μόνο ασυναίσθητες κινήσεις απελπισίας. Ώσπου από το πολύ τίναγμα η ταλαιπωρημένη ψυχή τρόμαξε και γύρισε στο μικροσκοπικό της κορμάκι και με δυο άλματα και ξεκλείδωτο αυτοκίνητο, βρέθηκα στο κτηνιατρείο να φωνάζω ότι πέθανε στα χέρια μου και δεν έχει πολύ χρόνο, εκλιπαρώντας να μπει σε άμεση προτεραιότητα.

Τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Ήταν εντελώς αφυδατωμένο, δεν είχε σχεδόν καμιά ελπίδα να επιβιώσει και η καρδιά του είχε σταματήσει ήδη μια φορά. Οροί, ενέσεις, άγχος και εκνευριστικές ερωτήσεις περί πιθανοτήτων επιβίωσης, προσπαθούσα από κάπου να βρω μια αχτίδα ελπίδας να πιαστώ. Μετά από 2 μέρες έπρεπε να το πάρω σπίτι και να πηγαίνω καθημερινά για ενέσεις κι έλεγχο στον κτηνίατρο και κάθε μέρα που περνούσε ήταν ένα μικρό ποσοστό επιβίωσης υπέρ του. Αυτό μου αρκούσε. 

Όμως ..και τώρα τι; Πως; Πώς να ταΐσω ένα μωρό γατί με σύριγγα χωρίς καμία εμπειρία από γατιά παρά μόνο από μπουνταλάδικα σκυλιά κουτάβια; Στο σπίτι η μικρή πεινούσε σα τρελή και φώναζε και δεν δεχόταν το γάλα -είχα καταλάβει λάθος όσα μου είχε πει ο γιατρός. Όλα έμοιαζαν ένα τεράστιο βουνό. Σηκώθηκα και έφυγα από το σπίτι και πήγα για καφέ στου κολλητού μου που ήταν ακόμα Ελλάδα. «Δεν αντέχω άλλο, κλαίει όλη μέρα» του είχα πει μόλις μπήκα σπίτι του. Είχα εγκαταλείψει το πλάσμα που κρατιόταν με κόπο στη ζωή και εξαρτιόταν από μένα.

Γύρισα σπίτι και είχε αποκοιμηθεί κατάκοπο από το κλάμα και την πείνα, το κοιτούσα μέσα στο κουτάκι και σκεφτόμουν πόσο εγωιστής άνθρωπος ήμουν. Με λανθασμένες δοσολογίες, ξεκίνησα να τη ζορίζω να καταπιεί το χλιαρό υγρό που της έδινα. Όσο φώναζε κι αντιδρούσε, τόσο πείσμωνα. Θα έτρωγε πάση θυσία. Αραίωσα το μείγμα και έλεγχα προσεκτικά στο δέρμα μου τη θερμοκρασία του και το δεχόταν πιο εύκολα. Άρχισα να την καθαρίζω με ζεστό βρεγμένο πανάκι και όλη μέρα έπλενα πετσέτες και κουβέρτες. 

Πήρα καλοριφεράκι λαδιού και το έβαλα δίπλα στο καλάθι της. Την είχα φασκιωμένη με 10 απαλές κουβέρτες. Της έτριβα τη μικροσκοπική κοιλιά για να κάνει την ανάγκη της και μετά από λίγες μέρες άνοιξε τα όμορφα ματάκια της. Η σύριγγα σιγά σιγά έγινε μπιμπερό και οι πετσέτες ήταν απλωμένες σε όλα τα πιθανά σημεία του σπιτιού. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να ζήσει, να ξεφύγει εντελώς από τον κίνδυνο. Χαπάκια για τα παράσιτα (ξέρατε ότι πλέον υπάρχει και αμπούλα γάτας για ενδοπαράσιτα και εξωπαράσιτα;), κρεμούλες για το πληγωμένο της ματάκι και οι επισκέψεις στο γιατρό κάποια στιγμή έλαβαν τέλος. Είχε σωθεί.

Επόμενο βήμα οι αγγελίες υιοθεσίας. Το ζώο θα ήταν διαθέσιμο σε 2 μήνες κι έπρεπε να βρω έναν αξιοπρεπή ιδιοκτήτη κι αυτό θα έπαιρνε χρόνο. Το τηλέφωνο δε χτυπούσε και κανείς δεν ενδιαφερόταν για ένα ζώο μετά από 2 μήνες. Στο μεταξύ άρχισε να περπατάει και να εξερευνεί τον κόσμο. Έκανε την ανάγκη της όπου να’ ναι και αγόρασα άμμο που τοποθέτησα σε ένα πιατάκι για γλάστρες. Την έβαλα μέσα και άρχισα να ξύνω με τα δάχτυλά μου και έπιασα τα ποδαράκια της και επανέλαβα την κίνηση. Βγήκε έξω παραπατώντας και έκανε την ανάγκη της παραδίπλα.

 Σε λίγες ώρες ξαναπήγε και μπήκε μέσα, άνοιξε μια λακουβίτσα και αυτό ήταν. Κάθε μέρα που περνούσε τη θαύμαζα όλο και πιο πολύ. Μάθαινε γρήγορα, ήταν συνεργάσιμη και κυρίως είχε ανταπεξέλθει στο Γολγοθά της. Ένα τόσο δα πλασματάκι, καθαριζόταν με τις ώρες, κοιμόταν τα ¾ της μέρας και παραπατούσε τις νύχτες αριστερά και δεξιά. Άρχισε να τρώει κονσέρβες πατέ, να με ακολουθεί σε κάθε μου βήμα και να σκαρφαλώνει επιδέξια στο πόδι μου προκειμένου να ανέβει στον πάγκο της κουζίνας. Κοιμόταν χωμένη στα μαλλιά μου και καθόμουν ακίνητη ώρες ολόκληρες, μη την ξυπνήσω και χαλάσω τα μικροσκοπικά της όνειρα.

Και το κακό ξεκίνησε, τα τηλέφωνα ως δια μαγείας άρχισαν να χτυπούν και να θέλουν να τη δουν. Άλλος την ήθελε στο κτήμα για να πιάνει ποντίκια, άλλος ρωτούσε πότε θα είναι έτοιμη για ζευγάρωμα, άλλος ήθελε θηλυκή γάτα χωρίς να διευκρινίζει γιατί όχι αρσενική. Ήταν όλοι ακατάλληλοι, δεν θα έδινα ένα ζώο που κόπιασα τόσο να μεγαλώσω απλά και μόνο για να το «ξεφορτωθώ». Ήταν όμως μια δικαιολογία που αρνιόμουν να παραδεχτώ, την ήθελα για μένα και κανέναν άλλο. 

Με τα βίας τη μοιραζόμουν με τα συγγενικά μου πρόσωπα και κάποιες φορές ζήλευα κιόλας αν πήγαινε κοντά τους όταν την προκαλούσαν για παιχνίδια. Όχι, δε ντρέπομαι για αυτό. Της έδωσα όνομα, ήταν τόσο γλυκιά- σαν μέλι- και πανέμορφη με το μαύρο της πηγουνάκι και τα μεγάλα έξυπνα μάτια. Το ‘Νέλλυ’ μου ήρθε πολύ φυσικά στο μυαλό. Τη λάτρευα και η πιθανότητα να πάει σε άλλα χέρια είχε διαγραφεί οριστικά. Αν όχι σε μένα, σε κανέναν άλλο. Της μάθαινα με περίσσια υπομονή εντολές γιατί έτσι είχα μάθει με τα σκυλιά και σύντομα η Νέλλυ ήταν ένα μικρό ζωηρό γατάκι που δεν έκανε ζημιές, κοιμόταν μαζί μου, άκουγε στο όνομα της και είχε μάθει πολλές λέξεις που θα βοηθούσαν την κοινή μας συμβίωση.

Πλέον έχουν περάσει χρόνια, μοναδικά χρόνια, ενδιαφέροντα χρόνια. Η Νέλλυ δεν είναι ένα απλό μέλος της οικογένειας. Δεν την αντιμετωπίζω ως ένα κατοικίδιο αλλά ως ένα «εξωτερικό» κομμάτι του εαυτού μου. Σεβάστηκα τη φύση της και δεν προσπάθησα να την «εξανθρωπίσω» όπως κάνουν άλλοι με τα ζώα τους, εκτός βέβαια από την εκπαίδευση που ήταν απαραίτητη, κι αυτό πάλι μέσα στα πλαίσια της φύσης της. Μου λένε ότι έγινε «σκυλογάτι» επειδή καταλαβαίνει πολλές λέξεις και έμαθα τη γλώσσα της, πότε θέλει και τι. Ίσως να είναι και κακό, ποιος μπορεί να πει με σιγουριά κάτι τέτοιο;

Η σχέση μας είναι πλέον εμμονική. Σίγουρα δεν είναι συμβατική. Δε ζούμε η μια χωρίς την άλλη. Κλαίει όταν φεύγω και χαλάει τον τόπο όταν γύριζω. Άμα λείψω πάνω από 3 μέρες, μου κρατάει μούτρα και δεν με πλησιάζει για ένα 24ωρο. Το πρωί με ξυπνάει με διάφορους τρόπους, είτε στάζοντας τόνους σάλια γουργουρίζοντας πάνω από το πρόσωπό μου, είτε μου μιλάει απαλά, είτε μου ακουμπάει το μάγουλο με το πατουσάκι της. Δεν δέχτηκε ποτέ την άλλη γάτα που περιμάζεψα για να τη σώσω (και για να της κρατάει παρέα) και το βρίσκω λογικό, είναι δικό μου σφάλμα που δεν θέλησα ενδόμυχα να αποφύγω.

Μόνο ένα πράγμα υπάρχει που σκιάζει τη σχέση μας και δε μπορώ να επεξεργαστώ με τίποτα. Εκτός της ζήλειας που νιώθω, εννοείται. Ο θάνατος. Δεν υπάρχει αυτό στο μυαλό μου. Δεν αποφεύγω να το σκεφτώ, απλά ο εγκέφαλος δεν μπορεί να επεξεργαστεί αυτό το δεδομένο, όσο καλά κι αν τα έχω μαζί του σε γενικές γραμμές. Γιατί πρόκειται για δεδομένο. Το αντιμετωπίζω ψύχραιμα και απροβλημάτιστα στους οικείους που φεύγουν από κοντά μου. Όταν έρθει αυτή η στιγμή, ήρθε. Αυτή η στιγμή όμως δεν υπάρχει για τη Νέλλυ, ούτε για την άλλη μου γάτα. Δεν υπάρχει καμιά άκρη να πιαστώ και να το επεξεργαστώ. Υπάρχει μόνο ένα κενό και σκοτάδι. Ο θάνατος παύει σαν έννοια όταν αφορά τα δικά μου ζώα γιατί ο εγωισμός μου είναι ανώτερος. Ο ίδιος εγωισμός την έσωσε

.

Επίλογος - Σημείωση Τσίτσου

Για το τέλος θα ήθελα εδω να προσθεσω ένα κομμάτι από το τελευταίο κείμενο της Rott Rott για τη Νελλυ, έτσι όπως ακριβώς το βρήκα στο διαδίκτυο: 

.. και φτασαμε 15 χρονια μετα και τα νεφρα της κυριας κυρηξαν απεργια. Φυσικα και αυτο δεν θα περνουσε ετσι απλα, ξεγελασαμε το θανατο μια, δεν θα τον ξεγελουσαμε δευτερη; Εβλεπα τα γατια της ομαδας (σ.Τ. αναφέρεται στην ομάδα Σατανισμός και Γάτες) να φτανουν 17 και 20 και λεω θα σε φτασω κι εσενα τοσο, θες δεν θες. Φαρμακα για τα νεφρα, φαρμακα για την πιεση κι αλλα φαρμακα για κατι που δε ξερω, κλινικες τροφες και τσεκ απ καθε 3 μηνες. Και εννοειται θα ξεγελουσαμε το θανατο. /flex.

Και ξεγελαστηκε ο θανατος. Και λεω οκ, δε με περιμενει τιποτα πια. Πιασαμε τα 17, παιζοντας με το λέιζερ και πηδωντας σαν κατσικια στον καναπε. Ειμαστε πλεον για ΠΑΝΤΑ μαζι.

Και ηρθαν συμπτωματα ανοιας. Που τελικα ηταν συμπτωματα εγκεφαλικου ή εγκεφαλικης νεοπλασιας. Και το οιδημα προχωρουσε ραγδαια, χωρις να καταλαβαινω τι συμβαινει, χωρις να παιρνω το ρισκο της μαγνητικης, γιατι η ναρκωση σε τετοιες ηλικιες εγκυμονει σοβαρους κινδυνους.

Και εφτασε η μερα που βγηκαν οι εξετασεις της και τα νεφρα της ειναι σταθερα και η κλινικη της εικονα σουπερ τελεια, αλλα πρεπει να παρθει μια αποφαση γιατι ειναι χαμενη, περπαταει 5 ωρες τη μερα μονο μπροστα με ορθανοιχτα ματια χωρις ουσιαστικα να βλεπει, προσπαθει να σκαρφαλωσει τους τοιχους, μπλεκεται σε καλωδια και γωνιες και φωναζει ανεξελεγκτα. Και με εμπιστευεται ακομα, ηρεμει οταν την κραταω. Και την παω στο γιατρο. 

Και σβησαμε μαζι.

Τοσο απλα, τοσο αποτομα, τοσο οδυνηρα για παντα.

Μετά από αυτό το υπέροχο κείμενο, θα ήθελα να διαβασετε και ένα άλλο! Κάντε κλικ εδώ: Η ζωή και ο θάνατος του αλήτη γάτου Gips!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *