Για όλα τα πλούτη του κόσμου – Μια ιστορία αληθινής (γατό)αγάπης

.. γράφει ο εορτάζοντας και ταυτοχρονα δαιμόνιος ερευνητής Στρατής Θεοφίλου 

Πίσω από κάθε μυθοπλασία κρύβεται μια αληθινή ιστορία, και πίσω από κάθε αλήθεια κρύβεται και… μια γάτα. Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία, ή καλύτερα πολλές ιστορίες μαζεμένες σε μια, που κρύβει έναν αληθινό μύθο μέσα της, αυτός της αληθινής αγάπης. Και τελικά δεν είναι ένας μύθος, αλήθεια σας λέγω. Όσο και να ακούγετε αυτό εξωπραγματικό.

Οι δρόμοι της Φιλαδέλφεια. Ξέρετε, εκεί που το αμερικάνικο όνειρο συναντά τον ίδιο τον εφιάλτη. Υπάρχει εκεί μια κοινωνία, που δεν είναι μακριά από εμάς, δεν είναι εκτός μας. Είναι η δικιά μας κοινωνία, οι δικοί μας άνθρωποι, σε μια κοινωνική απεμπλοκή και σε οικονομική δυσχέρεια, σε μια βιοτική εξαθλίωση και ψυχική εντροπή. Μα είναι όλοι τους ένα περήφανο και ζωντανό κύτταρο του κόσμου. Μα δεν θα σας πω για αυτά, που πιθανόν μπορεί να συμβούν σε εμάς τους ίδιους, ακόμη και σήμερα. Θα σας πω για έναν άνθρωπο, που γνώρισα και μου διηγήθηκε την ίδια του αδιέξοδη και γεμάτη απορία (με όλες τις έννοιες) ζωή.

Ένας άστεγος ουρανός

Ο ουρανός της Φιλαδέλφεια να ξέρετε, είναι γαλάζιος όπως όλοι οι ουρανοί του κόσμου, μα είναι όσο τεράστιος τόσο και άδειος. Ο ουρανός της Φιλαδέλφεια είναι ένας πραγματικά άστεγος ουρανός, με όλη τη σημασία της λέξης αυτής, άστεγος. Εκεί τον γνώρισα. Δεν μου είπε όνομα. Τι σημασία έχουν οι ονομασίες αν δεν έχεις προορισμό και περιεχόμενο, έλεγε. 

Τελικά, όπως αποδείχθηκε, αυτός είχε απ΄ όλα. Ο ίδιος κάποτε ήταν οικονομικά ευκατάστατος, αλλά εν μια νυκτί κατέβηκε την πυραμίδα της επιτυχίας, με μια απότομη βουτιά. Επιχειρηματίας με σύζυγο, μεγάλο σπίτι, γραφείο στο κέντρο της πόλης και πολλούς “φίλους”. Και μετά… ο δρόμος τον υποδέχτηκε στις παγωμένες του άκρες. Κανείς δεν τον αναγνώριζε πλέον. Κανείς δεν του έδινε καμία σημασία, μόνο βρισιές και κρύο νερό. Αλλά και ο ίδιος δεν επαίτησε ποτέ του τίποτα από κανέναν. Τώρα πλέον τον φώναζαν Ραγκ, από το Ραγκαμάφιν, ο κουρελιάρης, ο ρακένδυτος.

Η κατρακύλα ήρθε αναπάντεχα. Πρώτα, ο καλύτερός του φίλος μαζί με τις τράπεζες τον έστησαν, με απάτη και δόλο, και μετά με ολοκληρωτική συμπαιγνία από σύζυγο και διάφορους συγγενείς, ξεζούμισαν τα υπόλοιπα. Και κάπως έτσι, εντελώς απρόσμενα για τον ίδιο του, κατέληξε στο δρόμο. Απλά γιατί δεν υπήρχε που να πάει, γνώρισε τα “doss-houses”, τα νυχτερινά καταφύγια για άστεγους και τις δωρεάν καντίνες για τους άπορους στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου μπορούσε να πλυθεί και μερικές φορές ακόμη και να πλύνει τα ρούχα του. Περιπλανιόταν στην πόλη ψάχνοντας κάποιες ευκαιρίες να γίνει αυτάρκης και να βρει κάποια δικιά του ζεστή γωνίτσα. Ήταν τρομερά άβολο να κοιμάται στα παγκάκια, αλλά και τα καταφύγια ήταν για αυτόν ένα μικρό βάσανο. Ο ίδιος έγινε ένας αλήτης του δρόμου. Ένας από αυτούς που προσπερνάμε καθημερινά στο διάβα μας, ένας από αυτούς που είναι οι αόρατες και συγκαλυμμένες σκιές των μεγαλουπόλεων, που δεν θέλουμε να αποδεχτούμε ότι υπάρχουν. Οι άνθρωποι, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι αστυνομικοί, όλες οι αρχές, εμφανώς ήταν κάτι που άρχισε να αποφεύγει. Και για να απαλλαγεί από όλη την ενοχλητική προσοχή και την επιθυμία τους να “βοηθήσουν”, βρέθηκε ένα πρωί στο κοντινό δάσος, λίγο έξω από την πόλη. Εδώ, κάτω από το θρόισμα των φυλλωμάτων, ξεχνούσε τα πάντα. Και με τον καιρό, έφτιαξε μόνος του μια μικρή καλύβα, στα περίχωρα της πόλης, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Επέστρεφε μόνο για το φαγητό στις εστίες και για να ψάξει για καμιά εργασία και αντικείμενα στους κάδους των πλουσίων.

Θησαυροί στους κάδους των σκουπιδιών

Μια μέρα, κατηφορίζοντας σε μια λεωφόρο, σταμάτησε σε έναν κάδο σκουπιδιών. Είχε πολλά και ενδιαφέρον πράγματα, αλλά του τράβηξε την προσοχή ένα κουτί, με πολλές ταινίες κολλημένο απ’ έξω. Το άνοιξε σαν να περίμενε κάτι το μοναδικό. Για κάποια τύχη του, καλή ή κακή, μέσα βρήκε κάτι γατάκια. Τρία για την ακρίβεια. Δεν κουνιόταν όμως κανένα τους. Πιθανόν ήταν πλέον αργά. Παρατήρησε ότι δεν ήταν νεογέννητα και διαφορετικά είδη. Το ένα ήταν λίγο πιο μεγάλο και έμοιαζε για αγριόγατα. Όπως το παρατηρούσε, κατάλαβε ότι αυτό ανέπνεε ακόμη. «Πώς βρέθηκες εδώ»; Ο ρακένδυτος αλήτης ξαφνιάστηκε. Το γατάκι τεντώθηκε σαν σε όνειρο – σ.Τ.: μια και αναφερθήκαμε στα όνειρα πάρτε και τον ονειροκρίτη γάτας μου – και έτσι με κλειστά μάτια κόλλησε στο χέρι του ανθρώπου το δικό του. Αγκάλιασε το κορμάκι του ο άνδρας, και αυτό σαν να αποκοιμήθηκε ξανά, σαν να ήταν βέβαιο για την παρουσία του σωτήρα του και για την ασφάλειά του.

Τα υπόλοιπα δυστυχώς δεν ζούσαν, πιθανόν και αυτό να το είχαν για νεκρό. Και όλο το κουτί ήταν περιτυλιγμένο από πολλή μυστήριο. Ωστόσο, τώρα έπρεπε να φροντίσει και για αυτό το νέο μέλος της παρέας του. Παρεμπιπτόντως εκεί στο δάσος είχε παρέα, αλλά αυτή θα την γνωρίσουμε λίγο αργότερα.

Και έτσι σε λίγο καιρό, το ζευγάρι αυτό μοιραζόταν την περίεργη αυτή καλύβα του δάσους μακριά από τα σπίτια των ανθρώπων. Ο μικρός μας φίλος δεν ήταν πλέον καθόλου μικρός. Και έγινε και μανιώδης κυνηγός, έφερνε πια ο ίδιος τροφή στο σπιτικό τους. Ναι, ο Μποξ (απ’ το κουτί), όπως τον αποκαλούσε ο Ραγκ, έσερνε διάφορα ζώα στον άνθρωπό του και ο άντρας, που είχε σταματήσει από καιρό την αηδία του φαγητού της πόλης, έμαθε να μαγειρεύει όλα αυτά. Περίεργο είναι ότι τα περισσότερα ζώα ήταν ήδη μαγειρεμένα. Και μάλιστα το τελευταίο ψητό κοτόπουλο, το είχε φέρει με την συσκευασία του. Πως και από που τα “έπιανε” ο Μποξ, δεν το έμαθε ποτέ. Αλλά το πόσο περήφανος καθόταν ο γάτος όταν έφερνε κάθε λίγο και κάτι, και περίμενε πρώτα το φίλο του να δοκιμάσει, βέβαια, σε μιαν άκρη περιχαρής.

Στην πόλη, η Αγάπη χάθηκε στη σκόνη

Η άστεγη αυτή παρέα, όλο και λιγότερο ήθελε να επιστρέφει στην πόλη. Άλλωστε δεν τους περίμενε εκεί τίποτα, παρά οδυνηρές αναμνήσεις. Αλλά έπρεπε να πηγαίνει κανείς για προμήθειες και την σούπα του καταφυγίου, δεν υπήρχε και τίποτα άλλο.

Ένα πρωί, όμως ο Μποξ δεν φαινόταν καλά. Αφού είχε βρει και ένα αρκετό γερό κουτί μεταφοράς, ο άντρας τον πήγε σε έναν κτηνίατρο να τον εξετάσει. Τελικά δεν είχε τίποτα το σοβαρό, όμως ο γιατρός το παρέπεμψε σε ένα μεγαλύτερο κτηνιατρικό κέντρο, γιατί πίστευε ο ίδιος πως η γάτα δεν είναι μια απλή γάτα. Και μάλιστα του είπε, ότι τέτοιες γάτες πιθανόν να κοστίζουν πάρα πολλά λεφτά. Και όταν λέμε πολλά, η σπάνια ράτσα στην οποία ίσως να ανήκε και ο Μποξ, δηλαδή η Ασίρα, φτάνει η τιμή τους μέχρι και 100 χιλιάδες δολάρια. Αν θα ήθελε ο ίδιος θα έλυνε το οικονομικό του πρόβλημα. Περιμένοντας την καταφατική του απάντηση ο γιατρός εισέπραξε κάτι που ούτε ο ίδιος είχε προβλέψει. 

«Ξέρεις γιατρέ. Η αγάπη, που ίσως δεν γνωρίζουμε, δεν είναι μια μονόπλευρη εξίσωση. Αυτή διαιρείται δια της ζωής το μηδενικό και πολλαπλασιάζετε επί του απείρου της καρδιάς μας, χωρίς κανένα ουσιαστικό αριθμητικό γινόμενο. Σημαίνει ότι δεν προσμετράτε, αλλιώς δεν είναι αγάπη. Δεν το κατάλαβες, ε; Θα σου το πω αλλιώς. Στην αγάπη, πάντα δίνεις, και δεν περιμένεις τίποτα, και όμως λαμβάνεις μια ενδόμυχη δικαίωση. Και πάντα υπάρχουν πολλές συνιστώσες, που πρέπει να υπολογίζεις, και τον αποδέκτη της αγάπης σου πρώτα απ όλα, για να είναι ολοκληρωμένη η εξίσωση της αγάπης. Θα είναι πιο ευτυχισμένος με ή χωρίς εμένα; Με αγαπάει το ίδιο με εμένα; Θα του λείψω; Δεν γνωρίζω την απάντηση σε όλα αυτά. Αν θα τον έδινα κάπου, θα ήταν ίσως καλύτερα, πιο χορτάτος, πιο υγιής. Και εγώ ίσως να ήμουν το ίδιο καλύτερα με λίγα λεφτά παραπάνω. Όμως, η έλλειψη η καθημερινή, των αγαπημένων μας προσώπων, του ενός απ τη ζωή του άλλου, το γνωρίζω, δεν είναι μια απλή υπόθεση, ή μια ακόμη καταθλιπτική κενότητα, είναι μια τρομακτική νόσος. Η ψυχική πληρότητα αυτή δεν αναπληρώνετε με κανένα υποκατάστατο. Απλά μένεις ανάπηρος εντός σου για πάντα. Οπότε λέω να μην το ρισκάρω. Και ξέρεις, γνωρίζω πολλή καλά από φτώχεια, πρωτίστως από αυτή την εσώτερη. Δε διατίθεμαι, για όλα τα πλούτη του κόσμου, να ξεπουλήσω αυτό που έχω μέσα μου, να ξεπουλήσω την ίδια μου την ψυχή, την αγάπη μου. Πιστεύω αυτό ισχύει και για εκείνον. Θέλω να πιστεύω δηλαδή, σε αυτό μόνο. Τίποτε άλλο δεν μου μένει να πιστεύω. Πίστεψέ με και εσύ».

Ο κτηνίατρος έμεινε εμβρόντητα σιωπηλώς για αρκετή ώρα. Ακόμη και όταν είχε φύγει ο ρακένδυτος άνδρας, και δεν τον είχε ρώτησε καν ποιος είναι, και που μένει, αν και το κατάλαβε από το ντύσιμό του, ότι δεν είναι και στην καλύτερη φάση της ζωής του. Εκεί όμως ο γάτος παρατηρήθηκε από κάποιους, που δεν είχαν και τις καλύτερες προθέσεις.

Στο δάσος, όλος ο πλούτος της Γης

Ο Ραγκ πήρε ένα παλιό φτυάρι και άρχισε να σκάβει γύρω απ την καλύβα του. Θα έφτιαχνε έναν όμορφο κήπο, και δεν θα ξαναπατούσε στην πόλη, έλεγε. Και κάπου σε βάθος μέσα του ένιωθε να μην το χωράει όλη η γη που έσκαβε. Βρίζοντας και παρατηρώντας τον Μποξ, ο οποίος έβλεπε από το πλάι, καταλάβαινε ότι η αποτυχία τον καταδίωκε παντού όπου κι αν να προσάραζε σε τούτο τον κόσμο. Ο γάτος, έκπληκτος με αυτό που έκανε ο άντρας, πλησίασε. Έτριψε ξαφνικά το μέτωπο πάνω στα πόδια του και γουργούρισε αδρά, σαν να ξεχύθηκε ένας χείμαρρος απ τα έγκατα της ίδιας ετούτης γης και περιέλουσε τον καταβεβλημένο άντρα. Και σαν από χέρι μαγικό όλα έσβησαν πάνω στα νοτερά χώματα. Έμειναν μόνο τα άστρα στον ουρανό, και εκεί μέσα στο δάσος, όλα απέκτησαν σημασία και η ομορφιά διάχυτη φεγγοβολούσε.

Ξαφνικά ένας θόρυβος όμως, διέκοψε τη μυσταγωγία. Ξεπρόβαλαν δύο σκιές, κραδαίνοντας κάτι στα χέρια τους. Κατευθύνθηκαν προς την καλύβα. Μόλις τον είδαν, σταμάτησαν!

-Ει μίστερ! Που είναι ο γάτος σου;

-Δεν έχω γάτο – απάντησε.
-Έλα τώρα, άσε τις… πες που είναι, δεν θα σε πειράξουμε;
-Σας είπα κάνετε λάθος – τι το ήθελε αυτό. Πίσω του ξεπρόβαλε μούρη ο Μποξ.
-Αυτός ακριβώς! – Αλλά ο γάτος είχε άγριες διαθέσεις. – Έλα τώρα, κάνει και το ζόρικο;
Στα σκοτεινά φυλλώματα όμως λαμπύρισαν ξάφνου και δύο άλλες χάντρες ματιών. Ήταν ο γέρο Σαμ ο Σμέουρα, όπως τον φώναζε ο κουρελιάρης, γιατί ήταν ο γάτος του δάσους, με μεγάλη ιστορία. Ένα γέρικο γατί που φρόντιζε ο Ραγκ. Αυτός δεν μασούσε. Αλλά οι κλέφτες γέλασαν.
-Έλα τώρα, πλάκα κάνεις; Θα μας φάει αυτός δηλαδή;
-Όχι αυτός. Ο φίλος του ίσως…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΤΟΥΤΟ:
2 ιστορίες γατίσιας αυταπάρνησης

Ξαφνικά ένα γρύλισμα ακούστηκε πίσω από τον γάτο. Και δυο σειρές δόντια άστραψαν μαζί με τις ορθωμένες γούνες της αλητοπαρέας. Ήταν κάτι σαν λύκος, σαν κέρβερος, σαν… Ναι ήταν ένας λύκος, χωρίς πλάκα. Όσο και απίθανο και αν ακούγετε, αυτό το θηρίο, διασώθηκε από τον γέρο Σαμ, τον είχε βρει μέσα στο δάσος, που ο ίδιος απεφάσισε να απομονωθεί απ τον εχθρικό κόσμο της πόλης, σαν μικρό χαμένο κουταβάκι. Άφθονο κυνήγι και ελευθερία άπλετη, ήταν αυτή που έσωσε και τους δυό. Δεν τον εγκατέλειψε. Του έμαθε μάλιστα να κυνηγά σαν γάτα, τον φρόντιζε, γιατί ήταν και μια γούνα παραπάνω να ζεσταίνετε ίσως, αλλά δεν έχει σημασία. Ο γέρο Σαμ, ο Σμέουρα, με σπασμένη ουρά και με ταλαιπωρημένη ζωή, ήταν αυτός ο καλόκαρδος γάτος που υποδέχτηκε στο δάσος και τον κουρελιάρη Ραγκ και τον Μποξ, τον γάτο Ασίρα. Και τώρα στεκόταν σαν αρχηγός της μπάντας του σκοτεινού δάσους, και θα υπερασπιζόταν με νύχια και χωρίς δόντια κάθε τους τρίχα αν χρειαζόταν. Αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα. Τα κλεφτρόνια δεν σταμάτησαν να τρέχουν, μέχρι που μπήκαν στο αμάξι τους. 

Ο λύκος, ο Μέρφι όπως τον φώναζε ο Ραγκ, άρχισε να κλαψουρίζει ελαφρώς που δεν τον άφησε ο Σαμ να μπει στη μάχη. Είχε περάσει πολύς χρόνος, από τότε που τον είχε σώσει και αυτός με τη σειρά του από μια αγέλη λυσσασμένων σκύλων. Και δεν είχε παλέψει από τότε, και του άρεσε να τρίβετε στα πόδια του Σαμ. Επιτελώντας το έργο τους, τα δύο αυτά πλάσματα χάθηκαν στους πηχτούς βλαστούς του δάσους. Και νόμιζε ο κουρελιάρης ότι είχαν πεθάνει. Κάποια στιγμή ήρθε κοντά του ο Μποξ. Άρχισε να γουργουρίζει. Και ο Ραγκ του μίλησε.

-Αλήθεια, ξέρεις ότι είμαι ο πιο πλούσιος κάτοικος αυτού του δάσους και όχι μόνο; Για όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα σε έδινα βρε μπαγάσα! Μην γκρινιάζεις, εδώ είμαι, και οι φίλοι μας και αυτοί!

Μέσα στη νύχτα, ακούστηκε κρώξιμο, και δίπλα τους μια Γλαύκη αβίαστα γυρνούσε το κεφάλι της να δει και αυτή τι συνέβη. Όλα απέκτησαν τη σημασία τους και την ομορφιά τους που διάχυτη φεγγοβολούσε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *