Ο Σιαμέζος γάτος που… έσωσε τη ζωή (& την ψυχή) πολεμικού ανταποκριτή στο Βιετνάμ (ΦΩΤΟΣ)

.. απευθείας από το Ε-ΚΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ βιβλίο Αιλουροειδής Φιλοσοφία του John Gray από τις Εκδόσεις Οκτώ (βρείτε το εδώ)

Το ταξίδι του Μέιο

Ο γάτος μπήκε στο δωμάτιο, μόνο η φιγούρα του φαινόταν, μια μικρή μαύρη μορφή με φόντο το δυνατό φως που εισχωρούσε από την πόρτα. Απέξω μαινόταν ο πόλεμος. Αυτά συνέβαιναν στη βιετναμεζικη πόλη Χουέ, τον Φεβρουάριου του 1968, στην αρχή της επίθεσης του Τετ, της εκστρατείας του Βορείου Βιετνάμ κατά των αμερικάνικων δυνάμεων και των Νοτιοβιετναμέζων συμμάχων τους, η οποία έμελλε να οδηγήσει στην αποχώρηση των Αμερικάνων από τη χώρα πέντε χρόνια αργότερα…

… Όταν η μαύρη μορφή εμφανίστηκε στο δωμάτιο αποδείχτηκε πως ήταν ένα γατάκι περίπου οκτώ εβδομάδων, αρκετά μικρό ώστε να χωρά στο χέρι του Λόρενς! Σκελετωμένη και βρώμικη, με τρίχωμα μπερδεμένο και λιγδιάρικο, η γάτα οσμίστηκε τον αέρα κι έπιασε τη μυρωδιά του φαγητού που ο Αμερικάνος δημοσιογράφος έτρωγε από μια καραβάνα. Ο δημοσιογράφος προσπάθησε να μιλήσει βιετναμέζικα στο γατάκι, που τον κοίταξε λες κι είχε παραφρονήσει. Το πρόσφερε λίγο φαϊ, που εκείνο το πλησίασε προσεκτικά μα δεν το άγγιξε. Αφήνοντας λίγη τροφή ο Αμερικάνος έφυγε και επέστρεψε την επόμενη. 

Το γατάκι εμφανίστηκε στην πόρτα, επιθεώρησε το δωμάτιο, τον πλησίασε και μύρισε το χέρι του όταν αυτός άπλωσε τα δάχτυλά του. Από φαγώσιμα του είχε απομείνει μόνο μια κονσέρβα με “μοσχαρίσιες μπουκιές”, την οποία άνοιξε και την πρόσφερε με τα δάχτυλά του. Το γατάκι έφαγε με βουλιμία, καταπίνοντας τις μπουκιές του ψημένου κρέατος αμάσητες. Έπειτα ο Αμερικάνος έβρεξε μια πετσέτα από ένα παγούρι με νερό και κράτησε το γατάκι από τους ώμους, αφαιρώντας τη βρώμα  και τους ψύλλους από τα αυτιά του, πλένοντας το στόμα του και καθαρίζοντας το πιγούνι και τα μουστάκια του. Το γατάκι δεν αντιστάθηκε και, όταν το καθάρισμα τελείωσε, έγλειψε το μπροστινό του πόδι και μ’ αυτό έπλυνε το πρόσωπό του. Μόλις έγινε κι αυτό, πλησίασε τον Αμερικάνο και έγλειψε την ανάστροφη του χεριού του. 

Όταν κατέφθασε ένα τζιπ, ο Τζακ κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα της επιστροφής. Έβαλε το γατάκι στην τσέπη του και έφυγαν παρέα από τη Χουέ με ελικόπτερο για το Ντανάνγκ, όπου το γατάκι – που είχε πάρει πλέον το όνομα Μέιο – έζησε στο κτιριακό συγκρότημα του Τύπου, τρώγοντας τέσσερα πέντε χορταστικά γεύματα τη μέρα. Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Μέιο έσκισε το μπουφάν του Τζακ και παραλίγο να δραπετεύσει, εξερεύνησε το πιλοτήριο και σκαρφάλωσε στους ιμάντες του πιλότου. Συνέχισαν για τη Σαϊγκον, μα αυτή τη φορά ο Μέιο ταξίδεψε μέσα σε μια κούτα με την κουβέρτα και τα παιχνίδια του, χωρίς να μπορεί να περιπλανιέται στο αεροπλάνο κι έτσι διαμαρτυρόταν σε όλη τη διαδρομή. Έμειναν μαζί στο ξενοδοχείο, όπου ο Μέιο μπήκε με το ζόρι για μπάνιο. Το μαύρο, φαινομενικά, τρίχωμά του αποδείχτηκε ότι ήταν μια αθέλητη μεταμφίεση: στην πραγματικότητα ήταν ένας ημίαιμος γάτος του Σιάμ με κόκκινα άκρα και λαμπερά γαλάζια μάτια. 

Στο ξενοδοχείο ο Μέιο τρεφόταν τακτικά – τέσσερα γεύματα τη μέρα με ψαροκέφαλα και ρύζι από την κουζίνα -, μα έκανε κι επιδρομές σε άλλα δωμάτια γυρεύοντας περισσότερο φαγητό. Πηδούσε στο περβάζι του δωματίου και καθόταν ακίνητος εκεί επί ώρες, σε απόλυτη εγρήγορση αλλά σχεδόν ακίνητος, ενώ τα μάτια του παρακολουθούσαν τις κινήσεις των ανθρώπων τα φώτα και τα οχήματα αποκάτω. Οι Αμερικάνοι πολεμικοί ανταποκριτές έμαθαν να αντέχουν τον πόλεμο παίρνοντας ναρκωτικά και πίνοντας μέχρι λιποθυμίας, και το μόνο που τους ξυπνούσε ήταν οι εφιάλτες. Πότε πότε έπαιρναν άδεια κι επέστρεφαν στην πατρίδα, αλλά ο πόλεμος τους ακολουθούσε και εκεί και συνέχιζε να ταράζει τον ύπνο τους. Από την πλευρά του, ο Μέιο “φαινόταν να καταλαβαίνει καλύτερα από τον καθένα μας τι συνέβαινε […] κι αυτό του χάριζε ελευθερία, παρότι σε αιχμαλωσία. Καθόταν στο ανοιχτό παράθυρο […] και τα μάτια του, τυλιγμένα στην αχλή του καπνού των τσιγάρων, ήταν βαθιά γαλάζια κα απόκοσμα σαν τη Νότια Σινική Θάλασσα”.

Κοιμόταν σε ένα καταφύγιο που είχε σκαρώσει ο ίδιος, ένα χαρτονένιο κουτί στο οποίο είχε ανοίξει μασουλώντας μια τρύπα – του πήρε μια βδομάδα αυτή η δουλειά -, αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει. Διαφέντευε τις δέκα και πλέον αδέσποτες γάτες στο χώρο του ξενοδοχείου, οι οποίες έμαθαν να τον αποφεύγουν, και αξιοποιούσε τον κήπο και τα δωμάτια ως κυνηγητική περιοχή, όπου έπιανε και έτρωγε σαύρες, περιστέρια, έντομα, φίδια, ίσως και ένα παγόνι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Τα δόντια του ήταν πλέον κοφτερά σαν στιλέτα, ήταν “ο μικρός λευκός κυνηγός, ένα γεννημένος δολοφόνος, μια παγίδα έτοιμη να πιάσει το θύμα”. Με εξαίρεση το προσωπικό του βιετναμέζικου ξενοδοχείου που ερχόταν να τον ταϊσει, ήταν εχθρικός απέναντι σε όποιον έμπαινε στο δωμάτιο, ιδίως αν ήταν Αμερικάνος. “Ήταν σαν να κρατούσε κακία στην ανθρωπότητα […] Αποσυρμένος και απομονωμένος, εχθρικός προς όλους με εξαίρεση τους Βιετναμέζους, ήταν ένα άγριο, μοχθηρό ζώο, ένας εξαιρετικά καταχθόνιος και ανεξιχνίαστος γάτος”. 

Δεν φοβόταν τίποτα και ποτέ δεν τον έπιασε κανείς όταν έμπαινε σε άλλα δωμάτια. Ο Τζακ κατέληξε να τον βλέπει ως ενσάρκωση του Σουν Τζου, συγγραφέα της Τέχνης του Πολέμου “έξυπνο, τολμηρό, πονηρό, επιθετικό […] μια Βιετκόνγκ εκδοχή του Κινέζου πολεμιστή-φιλοσόφου στο σώμα ενός γάτου. […] Έχοντας μεγαλώσει κάπως, ήταν σκληρός, ανεξάρτητος, ευέξαπτος. Στρατιωτικός και γαλήνιος. Ένας ζεν πολεμιστής με λευκό τρίχωμα […] [του οποίου] η παράφορη τόλμη ήταν μέρος της γοητείας του. […] Περπατούσε στο εξωτερικό περβάζι του ξενοδοχείου, επιτίθετο σε μεγαλύτερα ζώα, έστηνε παγίδες με δολιότητα, διακινδύνευε τη ζωή του με τη συνήθη αδιαφορία εκείνων που θεωρούν πως είναι ανίκητοι. […] Δεν ήταν ποτέ νευρικός και ποτέ δεν σπαταλούσε ενέργεια. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, ανεξιχνίαστες”. 

Όταν ο Τζακ υιοθέτησε τον Μέιο, ένιωθε πως έσωζε μια ζωή σε μια περίσταση που οι ζωές καταστρεφόταν σε τεράστια κλίμακα:

“Προσφέροντας φαγητό και καταφύγιο στον γάτο, έσωζα μια ζωή, οσοδήποτε μικρή και ασήμαντη, εν μέσω της σφαγής. Δεν το έκανα συνειδητά. Όντας νέος, δεν πολυσκεφτόμουν τα κίνητρα των πράξεών μου. Απλώς μου φάνηκε σωστό εκείνη τη στιγμή. Παρότι ο Μέιο κι εγώ θεωρούσαμε ο ένας τον άλλον εχθρό, παραδόξως είχαμε καταλήξει να εξαρτόμαστε ο ένας από τον άλλον, μόνο και μόνο επειδή ήμασταν κοντά, νιώθοντας κάτι σαν ασφάλεια εν μέσω αντιπαλότητας. Όταν γύριζα στο δωμάτιο μετά από μια εξόρμηση στο πεδίο της μάχης και τον άκουσα να αναδεύεται στο καταφύγιό του ή να πίνει νερό από τη βρύση του μπάνιου ή να ρίχνει κάτι από το γραφείο, ένιωθα σαν να επέστρεφα στην πατρίδα, εκεί όπου άνηκα και ένιωθα ασφαλής. Οι απρόκλητες επιθέσεις εναντίον μου μειώθηκαν, έγιναν λιγότερο άγριες, περισσότερο μέρος ενός τελετουργικού. Το ότι γλιτώσαμε μαζί από τη Χουέ δημιούργησε μεταξύ μας ένα δεσμό. Η φροντίδα το μου πρόσφερε έναν ελάχιστο σκοπό, πέρα από το να στέλνω όλη την ώρα ανταποκρίσεις για τη φρικτή κατάσταση”.

Όταν ο Τζακ επέστρεψε στην πατρίδα του τον Μάιο του 1968, ζήτησε να μπει ο Μέιο στον χώρο αποσκευών μιας επόμενης πτήσης. Εαν ο Μέιο είχε μείνει στη Σαϊγκόν, κατά πάσα πιθανότητα θα είχε σκοτωθεί, όπως αμέτρητα άλλα ζώα στον πόλεμο – άγνωστος είναι ο αριθμός των σκυλιών, των μαϊμούδων, των νεροβούβαλων, των ελεφάντων, των τίγρεων και άλλων αιλουροειδών που σκοτώθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων. Εάν οι Βιετκόνγκ εξαπέλυαν κι άλλες επιθέσεις, θα υπήρχε έλλειψη τροφής. Ο Μέιο θα μπορούσε να καταλήξει σε κάποιο καζάνι. Έτσι ο Τζακ τον πήγε στο ζωολογικό κήπο της Σαϊγκόν, που ήταν σχεδόν άδειος, αφού κάποια ζώα είχαν πεθάνει από την πείνα κατά την τελευταία επίθεση και οι επισκέπτες ήταν λιγοστοί. Εκεί ο Μέιο έκανε τα απαραίτητα εμβόλια, ώστε να πάρει την άδεια να ταξιδέψει. Λίγες ημέρες αργότερα πραγματοποίησε το ταξίδι των τριαντα έξι ωρών, ουρλιάζοντας και γρατζουνώντας, μέχρι την Νέα Υόρκη. Όταν ο Τζακ τον παρέλαβε και τον έβαλε στο αυτοκίνητό του, ο Μέιο πήδηξε στο ταμπλό και σκαρφάλωσε στον ώμο του Τζακ, μυρίζοντας τα πάντα και παρατηρώντας την κυκλοφορία. Όταν έφτασε στο σπίτι της μητέρας του Τζακ στο Κονέκτικατ, καταβρόχθισε μια κονσέρβα με αμερικάνικό τόνο. 

Ο Μέιο εγκαταστάθηκε μια χαρά στο νεό του σπίτι, όπου τρόμαζε τις άλλες γάτες, κυνηγούσε και επιτίθετο σε άγνωστους ενήλικες ενώ έπαιζε αθώα με τα παιδιά της περιοχής. Η οικογένεια, από την πλευρά της, προσαρμόστηκε στον Μέιο. Επειδή τον τρόμαζε ο ήχος της ηλεκτρικής σκούπας, που μπορεί να θυμίζει τανκς ή αεροπλάνο, δεν την χρησιμοποιούσαν όταν ήταν εκέι. Όταν χύμηξε στην οικιακή βοηθό, αυτή παραιτήθηκε. Όταν ο γάτος εξαφανίστηκε, η μητέρα του Τζακ τον έψαχνε επί μέρες, ώσπου τον εντόπισε σε ένα κουτί στο γκαράζ, όπου είχε καταλήξει έπειτα από ένα άσχημο ατύχημα στον δρόμο. 

Ο κτηνίατρος δεν του έδωσε πολλές ελπίδες. Ο ώμος του Μέιο είχε διαλυθεί και χρειαζόταν μια δαπανηρή επέμβαση σε νοσοκομείο για ζώα. Όμως ύστερα από έξι εβδομάδες στο νοσοκομείο, ο Μέιο επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του Τζα, όπου επιθεώρησε τα αγαπημένα του σημεία και συνέχισε να ζει όπως πριν: σκαρφάλωνε στα δέντρα, κοιμόταν στη λιακάδα και κυνηγούσε. Η ανάρρωσή του συνεχιζόταν ώσπου μια κρίση πνευμονίας, που εκδηλώθηκε με έντονο φτάρνισμα και αδιαφορία για το φαγητό, τον έστειλε ξανά στο νοσοκομείο για άλλες τρεις εβδομάδες. Εκεί του έδιναν στα κρυφά απαγορευμένες λιχουδιές και το προσωπικό τον κανάκευε. Αυτή τη φορά ο Μέιο συνήλθε πλήρως, αν και στην υπόλοιπη ζωή του φταρνιζόταν συχνά. 

Έχοντας αναρρώσει, ο Μέιο έφυγε από το Κονέκτικατ για να μείνει με τον Τζακ, σε μια γκαρσονιέρα, σε ένα παλιό κτίριο, στο Μανχάταν, όπου ο Τζακ ζούσε με τη σύντροφό του Τζόι. Το 1970 ο Τζακ επέστερψε στο Βιετνάμ για ένα μήνα και ο Μέιο έδειχνε ότι του έλειπε. Όταν ο Τζακ επέστεψε, ο Μέιο δεν του έδωσε καμία σημασία. Μύρισε προσεκτικά τις αποσκευές του Τζακ, σαν να του θύμιζαν κάτι. Ο Τζακ του έδωσε ένα παιχνίδι από τη Σαϊγκόν, αλλά το αγνόησε, μπήκε στο καταφύγιό του και πέρασε εκεί όλο το απόγευμα. Το βράδυ ωστόσο, όπως είπε η Τζόι στον Τζακ, ο Μέιο σκαρφάλωσε στο κρεβάτι, κάθισε δίπλα στο κεφάλι του Τζακ και έμεινε ώρες εκεί κοιτώντας τον στο πρόσωπο ενόσω κοιμόταν. 

 

Ζώντας πια στην Αμερική, ο Τζακ θυμόταν με έξαψη και τρόμο τον καιρό που πέρασε στο Βιετνάμ. Έπνιγε τους εφιάλτες του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ή Νέα Υόρκη γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνη, και ώρες ώρες του Τζακ του φαινόταν πως είχε επιστρέψει σε εμπόλεμη ζώνη. Όταν βρέθηκε μια θέση για δουλειά στο Λονδίνο, έκανε αίτηση. Ο Μέιο ακολούθησε τον Τζακ και την Τζόι στο Λονδίνο, όπου το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες. Ο Μέιο αναγκάστηκε να περάσει έξι μήνες σε καραντίνα, μια δοκιμασία την οποία δεν ξέχασε ούτε συγχώρεσε ποτέ, παρότι ο Τζακ και η Τζόι τον επισκεπτόταν τακτικά. Όταν πήγε να ζήσει πάλι μαζί τους, ήταν πιο άγριος από πριν, προκαλώντας ζημιές στο λονδρέζικο διαμέρισμά τους. Όταν κοιμόταν καμιά φορά σφιγγόταν και έτρεμε “σαν να […] πάλευε με φαντάσματα”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΤΟΥΤΟ: O πεζοναύτης και το ορφανό γατάκι

Μετά από λίγο καιρό, ο Μέιο, συνήθισε σε μια ζωή άνεσης και ασφάλειας με τον Τζακ, την Τζόι και τα δύο μικρά παιδιά τους. Μία από τις κόρες του Τζακ, η Τζέσικα, έδινε στο Μέιο λιχουδιές ανάμεσα στα γεύματα και εκείνος κοιμόταν μαζί της τη νύχτα. Αντιμετωπίζοντας πια τον Τζακ ως παλιόφιλο ο Μέιο έγλειφε τις σταγόνες του ουίσκι από τα δάχτυλά του, αργά το βράδυ και αμέσως πήγαινε για ύπνο. Έζησε ως το 1983, όταν μια δεύτερη πνευμονία αποδείχτηκε μοιραία. Ο Τζακ πίστευε πως ο Μέιο θα προτιμούσε ένα πιο θερμό κλίμα. Ο αγγλικός καιρός τον σκότωσε. 

Θυμόταν τον Μέιο “μόνο μες στη νύχτα, να σουλατσάρει απ’ τη μια άκρη του διαμερίσματος ως την άλλη, βγάζοντας μια οιμωγή που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο ήχο δικό του, με κανέναν ήχο που είχα ακούσει από οποιοδήποτε ζώο. Έμοιαζε με την κραυγή ενός ζώου που το είχαν αρπάξει από την άγρια φύση, ή από την πατρίδα του ή από την οικογένειά του. Θύμιζε περισσότερο θρήνο, ένα μακρόσυρτο δυνατό ουρλιαχτό, όχι κραυγή ή νιαούρισμα, ή το κανονικό κλαψούρισμα μιας γάτας, αλλά μια έκκληση από τα βάθη της ψυχής του, ένα θρήνο του δάσους. Έτσι έκανε ο Μέιο μόνο όταν στο σπίτι επικρατούσε ησυχία, συνήθως όταν όλοι κοιμούνταν. όταν νόμιζε πως ήταν μόνος. Ήταν μια έκκληση προς τον ίδιο του τον εαυτό”.

Όταν ο Μέιο πραγματοποίησε το ατρόμητο ταξίδι του στον κόσμο, η ανθρωπότητα συνέχιζε την τυφλή πορεία της. Όχι πολύ καιρό αφότου έφυγε από το Βιετνάμ, η αρχαία και όμορφη πόλη Χουέ, ισοπεδώθηκε. Όπως σχολίασε δε ένας ανώνυμος Αμερικάνος ταγματάρχης προς έναν δημοσιογράφο: “Ήταν αναγκαίο να καταστρέψουμε την πόλη για να τη σώσουμε”. Σε ό,τι έγινε εντέλει γνωστό ως “η σφαγή της Χουέ”, οι δυνάμεις των Βορειοβιετναμέζων σκότωσαν χιλιάδες κατοίκους (ο ακριβής αριθμός ήταν άγνωστος). Οι Αμερικάνοι, έριξαν το αποψιλωτικό χημικό Πορτοκαλί Παράγοντας, καταστρέφοντας δάση -το ενδιαίτημα αμέτρητων ζωικών ειδών- και προκαλώντας γενετικά ελαττώματα στους ανθρώπους. Πάνω από 58000 Αμερικάνοι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε αυτό τον πόλεμο, και περίπου δύο εκατομμύρια άμαχοι Βιετναμέζοι. Αμέτρητοι ακόμη τραυματίστηκαν, έμειναν ανάπηροι και σημαδεύτηκαν  ψυχικά. 

Μες στον καπνό και την αντάρα της Ιστορίας, ο Μέιο έζησε την έντονη, χαρούμενη ζωή του. Κι e-ενώ η ανθρώπινη παραφροσύνη τον ξερίζωσε από την πατρίδα του, εκείνος κατάφερνε να ευημερεί oπουδήποτε κι αν βρισκόταν! Ο Τζάκ έγραψε: “Νομίζω πως είχαμε καταλήξει να σέβεται ο ένας τις ικανότητες επιβίωσης του άλλου. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο πεπερασμένος αριθμός ζωών που του δόθηκαν είχε εξαντληθεί προ πολλού, οπότε κάθε νέα ημέρα ζωής ήταν ένα δώρο. Επίσης, έμοιαζε σοφός, Γνώριζε. Είχαμε γίνει φίλοι. Η μακροχρόνια, οργισμένη τρυφερή σχέση μας συμβόλιζε κατά κάποιον τρόπο τον δεσμό ανάμεσα στις χώρες μας, βουτηγμένο στο αίμα και των δύο, καθηλωμένο σε έναν άρρηκτο εναγκαλισμό ζωής, οδύνης και θανάτου”

Αυτη η υπέροχη ιστορία βρίσκεται στο απολαυστικό βιβλίο Αιλουροειδής Φιλοσοφία  του Τζον Γκρέι από τις Εκδόσεις Οκτώ και μου το έστειλε να το διαβάσω ο Αλέξανδρος από τις Εκδόσεις Οκτώ! 

Τον θερμοευχαριστώ, μια και αυτό το βιβλίο ήταν μια ζεστή, συγκινητική συντροφιά γεμάτη γέλιο, κλάμα και φιλοσοφικούς προβληματισμούς,  πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα ένας μικροσκοπικού, σοφού αιλουροειδούς!

Όποιος επιθυμεί μπορεί να αποκτήσει το βιβλίο κάνοντας κλικ εδώ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *